Αρκετά. Αρκετά με όλα αυτά. Ήρθαν στο Φιδονήσι οι Κορμοράνοι.
Έτρεξε ο περσινός μου φίλος, πέταξε στο Μικρό Βαθάκι να με συναντήσει.
Φιληθήκαμε. Ο βουτηχτής, ο πεταχτής, ο αρπαχτής. Με το αγκίστρι, με τον γάντζο, τη συρτή, τον κίτρινο λαιμό, το υπερήφανο κεφάλι, τα πράσινά του μάτια.
Ήρθε να κολυμπήσουμε μαζί. Μια το κεφάλι μέσα στα νερά, μια έξω, μια Καβαλιώτης, μια Δραμινός. Πετούσε ξυστά, σβηστά πάνω απ’ τα κύματα, στη Θασοπούλα, στη Θάσο, στο Άγιο Όρος απέναντι, να προλάβει τον Εσπερινό, να ακούσει το σήμαντρο, να εναποθέσει τους δύο ιχθείς δίπλα στους πέντε άρτους, στην Τράπεζα, να επαναληφθεί το θαύμα, να χορτάσουν οι πεινασμένοι. Να γυρίσει, να γυρίσει να φέρει την ευχή, την ευλογία. Να καθίσει στο βράχο να στεγνώσει τις φτερούγες του. Ο ψαράς. Ο δύτης, ο αλήτης. Στάζει ολόκληρος τον ήλιο και το φως. Την ώρα και τον χρόνο.
Αρκετά. Αρκετά με το βόλεϊ-μπολ, όλοι να απαντάμε για όλους και για όλα, σε πρώτο χρόνο. Υπάρχει και ο άλλος χρόνος, ο χρόνος του Κορμοράνου. Το πέταγμά του. Όχι σ’ αυτόν τον «χρόνο» που μας εξευτελίζει, μας στραπατσάρει, βγάζοντας στον αφρό την ιδιοτέλεια, τη δειλία, τη μικροπρέπεια, την ποταπότητα, προπάντων την αναίδεια, δικολάβοι, «δικηγόροι του υπέρ και του κατά», έτσι που στο τέλος να πιστέψει κανείς πως αυτές είναι οι βασικές ιδιότητες του ανθρώπου. Όχι. Ήρθαν οι Κορμοράνοι. Μας καλούν στη θάλασσα, στο πέταγμά τους πάνω απ' τα νερά.
Υ.Γ.: Καλό καλοκαίρι. Θα τα πούμε -ελπίζω- τον Σεπτέμβριο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News