Το παιδί που άφησαν οι γονείς του στο δάσος για να το νουθετήσουν. Το δάσος που ήταν γεμάτο αρκούδες. Σαν παραμύθι ακούγεται. Από την αρχή μέχρι το τέλος του. Μέχρι εκείνο το «Κι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Ποιος αναζήτησε άλλωστε ποτέ, τη συνέχεια της μοίρας των ηρώων μιας ιστορίας; Βολικό το σημείο «Κι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα». Σιγά μην έζησαν καλά! Ένα παιδί που οι γονείς του το άφησαν για να το νουθετήσουν σ΄ένα δάσος γεμάτο αρκούδες.
Το αγαπημένο μου παραμύθι ήταν «Οι 12 βασιλοπούλες και το μυστικό τους». Στα κλασικά εικονογραφημένα. Καταλαβαίνετε τις συνέπειες που μπορεί να έχει η συγκεκριμένη δημόσια εξομολόγηση στις μέρες μας. Οχι μια, όχι δυο αλλά δώδεκα βασιλοπούλες! Λες και το έκανα επίτηδες, από τότε, για τον Φίλη του μέλλοντός μου! Επίσης, αντίθετα με τις προθέσεις ενός διαδραστικού παραμυθιού, ήτοι της Κοκκινοσκουφίτσας, η Κοκκινοσκουφίτσα δεν μου κατόρθωσε ποτέ τρόμο. Ισως γιατί, πότε δεν με έπεισε, ότι ήταν όσο γλυκο-αθώα όσο ήθελα να με πείσει ότι ήταν. «Γιαγιά, γιατί είναι τόσο μεγάλη η μύτη σου;». Τι εγγονή ήταν αυτή που δεν αναγνώριζε τη γιαγιά της; Ασε μας κουκλίτσα μου! Η Κοκκινοσκουφίτσα τον «έπαιζε» τον Λύκο στα δάκτυλα!
Κι έτσι μάλλον την είχα καταχωρίσει στην ψυχή μου, γι΄αυτό ερεθιστικά με διασκέδαζε. Ηταν όμως κι ένα άλλο παραμύθι! Το πιο τρομακτικό των τρομακτικών. Χάνσελ και Γκρέτελ! Τόσο που με καβάλησαν διαχρονικά χιλιάδες συναισθήματα που εξέβραζε, μπέρδευα μονίμως ποιο όνομα αντιστοιχούσε σε κοριτσάκι και ποιο σε αγοράκι. Η Χάνσελ και ο Γκρέτελ ή ο Χάνσελ και η Γκρέτελ; Και τι μ΄ένοιαζε στο κάτω κάτω; Αρκεί που τα παιδάκια ήταν δυο. Είναι παρηγορία το δυο. Και τα σκεφτόμουν να περπατάνε χέρι χέρι στο δάσος και τα σκεφτόμουν ν΄αγκαλιάζονται όταν έπεφτε το σκοτάδι. Και που απέναντι στα αιμοσταγή μάτια της μάγισσας που τους προσποιούνταν την καλή, ο ένας είχε να αισθάνεται την αύρα του άλλου δίπλα του. Και όταν η κακιά η μάγισσα…
Μετά; Μετά τι λέει το παραμύθι; Ακου ένα παράξενο! Ενώ με στοίχειωσε, το χάνω το τι συνέβη, το μπλέκω και με άλλα παραμύθια… Ολο το Χάνσελ και Γκρέτελ είναι μια ατμόσφαιρα μέσα μου. Θλίψη, εγκατάλειψη, φόβος, μόνοι, δύναμη (κάνε κι αλλιώς;), μη αγάπη… Προσέξατε το μη αγάπη; Ετσι εκκρεμές. Να μην καταλήγει σε «μίσος» ας πούμε. Σε κάτι καθαρό και ξάστερο. Υπάρχει γονιός που να μισεί το παιδί του; Κι αν ακόμα υπάρχει, συμφέρει την ψυχή να το παραδεχτεί; Ποιος θα χάσει αν αποδεχτείς ότι δεν υπάρχει Άι Βασίλης; Ο Άι Βασίλης; Το παραμύθι Χάνσελ και Γκρέτελ κατεγράφη μέσα μου ως μια μάχη. Ξέρω πώς είναι να είναι σε δάσος ένα κοριτσάκι κι ένα αγοράκι. Ξέρω πώς είναι να πιάνονται από το χεράκι όταν νυχτώνει. Ξέρω μέχρι και πώς χωρίζονται μια μέρα τα χεράκια τους και παίρνει ο καθένας τη δική του ζωή στα χέρια του… Κι ας μην τα λέει αυτά το παραμύθι.
Είδα στις ειδήσεις τον πατέρα του παιδιού που το είχε αφήσει στο δάσος μαζί με την γυναίκα του για να το νουθετήσουν. Το 7χρονο αγόρι που προστάτευε τον εαυτό του με βοηθό το ένστικτο του για μέρες. Σ΄ένα δάσος με αρκούδες! Και στο επόμενο πλάνο ένας συντετριμμένος, λέει, πατέρας και στην επόμενη ανάγνωση οι ερμηνείες, «νουθεσίες» των γραφιάδων… Δεν μπορούμε, λέει, να κρίνουμε αν δεν γνωρίζουμε την ιαπωνική φιλοσοφία; Τι αυτόβουλη τύφλωση! Ξέρετε τι με σακατεύει περισσότερο στην ιστορία; Το παιδί που το άφησαν οι γονείς του στο δάσος είχε το δάσος μέσα του. Σαν έτοιμο από καιρό σαν θαρραλέο. Οταν νύχτωνε, φορούσε την νύχτα, σαν πιζάμα του και κοιμόταν ενώ έξω οι αρκούδες έκαναν πάρτι. Σαν έτοιμο από καιρό σαν θαρραλέο. Όλα τα έκαναν, λέει, οι γονείς για να γίνει καλό παιδί. Μακάρι, να έρθει κάποτε μια μέρα, που οι γονείς να κάνουν «τα πάντα» για να γίνουν καλοί γονείς. Να ψυχαναλύονται πρέπει. Να ψυχαναλύονται για να βγάλουν το δάσος από μέσα τους. Το δάσος που έλαβαν. Να μην μεταδώσουν άλλο δάσος πάνω στο δάσος. Πονάει. Πολύ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News