Τώρα πρέπει να φτιάξεις θάλασσα, να βρεις αλάτι, το Μεσολόγγι και τα Ιμαλάια. Την έξοδο σε ύψος.
Ήρθε η ώρα να πετάξεις τα μισά στη θάλασσα. Να μάθεις να περιμένεις κάτι που ίσως να μην έρθει.
Η πόρτα που επιθυμείς και καίγεσαι και δεν ανοίγει, αυτή είναι η πόρτα σου, όλες οι άλλες οι διάπλατες, αυτές που σου φωνάζουν και σε τραβολογούν, δεν είναι για σένα.
Στις αλυκές με τα αποδημητικά εκεί, αλυκός. Λύκος. Αρμυρός.
Φτιάχνω θάλασσα πάει να πει γίνομαι γαλερίτης, λαμνοκόπος, κωπηλάτης, καταδικάζομαι, δένομαι, αλυσοδένομαι, περνώ απέναντι, εκεί που τα εικοσιτέσσερα τα γράμματα φυτρώνουν με το νύχι. Το μαχαίρι το κρατάει φονιάς, το φως το δανείζει το άσπρο του αλατιού, το δόντι του πόθου είναι μαύρο και ο καθρέφτης είναι βυθός. Εκεί σε βλέπει ο Θεός. Εκεί.
Γίνεσαι το χταπόδι του. Πάνω στο βράχο του, στην πλάκα του θα χτυπηθείς σαράντα δυο φορές και αν αντέξεις. Θα φτύσεις τους αφρούς, το αίμα και τις σαπουνάδες σου όλες, θα κατσαρώσει η ψυχή και η φωνή σου, θα πέσεις στη φωτιά και στο τηγάνι. Δε γίνεται αλλιώς.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News