Το χτυπάς δυο με τρεις φορές στην πλάτη, σαν τουμπερλέκι, για να ακούσεις τον υπόκωφο, μπάσο ήχο, να καταλάβεις αν είναι καλό, να πεις με ενθουσιασμό «να’ το, το βρήκα». Σίγουρος δε γίνεται να είσαι, μπορεί ο ήχος και η μορφή του να σε ξεγελάσουν. Να το ανοίξεις αργότερα και να αποδειχτεί «μάπα». Όπως το ΠΑ.ΣΟ.Κ ένα πράγμα. Στις αρχές του ’80, τα παιδιά της αλλαγής, ιδίως η «αριστερή» πτέρυγα, παρομοίαζαν το κόμμα τους με καρπούζι. Απέξω πράσινο, φιλειρηνικό. Μέσα κόκκινο, επαναστατικό. Με μπόλικα κουκούτσια, την παλαιά φρουρά. Το ’96 ο εκσυγχρονισμός το παραμόρφωσε, μέσα κι έξω. Πλέον μοιάζει με τα καρπούζια μινιόν, μεταλλαγμένα φρούτα σύγχρονων παραγωγών, που χωράνε σε όλα τα ψυγεία. Μικρά, με ασθενικό πράσινο χρώμα, ορισμένα δίχως διαχωριστικές λωρίδες, δεν ζυγίζουν ούτε τρία κιλά. Άγευστα, κίτρινα στο εσωτερικό τους, σαν άρρωστοι ανανάδες, με ελάχιστα κουκούτσια -τα έφτυσε ο Σημίτης οριστικά το 2004. Μπασταρδεμένα, που δεν θυμίζουν σε τίποτα το σήμα κατατεθέν του ελληνικού καλοκαιριού. Ούτε για φθινόπωρο δεν κάνουν.
Κι όμως. Υπάρχουν παιδιά που εξακολουθούν να στήνουν καρτέρι στο ψυγείο. Να περιμένουν να αδειάσει το τοπίο για να κάνουν επιδρομή στο κομμένο καρπούζι. Να το ξεγουβιάσουν, να προλάβουν να φάνε πρώτα την καρδιά. Αχόρταγα, βιαστικά, με μια δόση παράνομης απόλαυσης. Μετά, θα κλείσουν την πόρτα, θα το αφήσουν πληγωμένο, με μια τεράστια τρύπα στη μέση του κόκκινου λιβαδιού με τις διάσπαρτες μαύρες πέτρες. Σαν τους οριστικούς αποχαιρετισμούς, που σου ξεριζώνουν την καρδιά και γύρω σου το αίμα πολλαπλασιάζεται, αντί να στερεύει. Οι πατεράδες, θα συνεχίσουν να το τρώνε με φέτα, νοσταλγώντας τη δυναμική της μεταπολίτευσης. Του συνδικαλισμού που τους πρόδωσε, των κουτουκιών που άκουγαν Βαμβακάρη και τα έπιναν, του χωριού που ξέχασαν, τα πανηγύρια που πεθύμησαν και τις βόλτες για παγωτό στο Ζάππειο.
Κάθε κουκούτσι και μια θύμηση.
«Όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω», φωνάζει ο πλανόδιος μανάβης στις γειτονιές με το κόκκινο ντάτσουν. Σύνθημα που κρατάει χρόνια, σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ. Σκεφτείτε μονάχα συντάξεις, μισθούς, επιδόματα. Το κοινωνικό κράτος σε τροχιά πλήρους αποσύνθεσης. Κοροϊδεύαμε τους Γερμανούς που αγόραζαν το καρπούζι σε φέτες τυλιγμένες με διάφανη μεμβράνη. Για κάντε τώρα μια γύρα στις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Τουλάχιστον ξέρουμε να το τρώμε. Ξεκινάς από την αρχή της φέτας και κατεβαίνοντας αποθηκεύεις τα κουκούτσια στο στόμα. Τελειώνεις, ξεφορτώνεις το περιττό φορτίο, σκουπίζεις το στόμα με μια κίνηση του χεριού. Βουτάς το χέρι στη θάλασσα, το ξεπλένεις, κοιτάς δροσισμένος τα κουκούτσια στην άμμο. Παίζεις μαζί τους, γράφεις ονόματα, τα θάβεις πιστεύοντας ότι την επόμενη μέρα θα φυτρώσουν γιγαντιαίες καρπουζιές. «Καρπούζι με βούλα». Καλοκαίρι, με βούλα ελληνική.
Η ονομασία του είναι κατά πάσα πιθανότητα τούρκικο δάνειο (karpuz). Αχ και να ξέραμε οι «γύφτοι» τη γενιά μας! Η κρίση έσκασε στη χώρα μας σαν καρπούζι. Έχετε δει ποτέ σκασμένο καρπούζι πάνω σε μαρμάρινο νεροχύτη και τα κουκούτσια διασκορπισμένα παντού; Καθαρή απελπισία. Τα μάρμαρά μας ωστόσο είναι όρθια ακόμη. Για παρηγοριά, κρατούν οι παροιμίες μας. «Δυο καρπούζια δεν χωράνε κάτω από την ίδια μασχάλη». Ίσως. Αλλά η τεχνολογία ξεφτίλισε και τις λαϊκές συμβουλές. Γιατί αν τα καρπούζια είναι μινιόν, τότε κάτω από την ίδια μασχάλη χωράει και μισή ντουζίνα από δαύτα. Παραμυθιασμένη ανάπτυξη. Ε και; Το ζήτημα είναι να κουβαλάς κάτι που τρώγεται. Όχι κάτι που το τρως και μετά το φτύνεις. Γιατί αναγκαστικά θα γυρίσεις στο ίδιο σημείο. Εκεί που έφτυνες, θα αρχίσεις να γλύφεις. Και τώρα δεν είναι καιρός για πισωγυρίσματα. Έχουμε καλοκαίρι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News