Τι δουλειά κάνει το εμπόριο καταλαβαίνω. Τα δώρα όμως τι δουλειές κάνουν; Τι φάμπρικες ανοίγουν;
Έρχεται ο άλλος στη γιορτή σου, στη χαρά σου, στην επέτειό σου και σου φέρνει δώρο ένα κρασί που του αρέσει να το πιεί ο ίδιος. Όχι μόνο αυτό. Το ανοίγει και το πίνει. Ποια είναι η θέση σου; Τι σόι παραλήπτης είσαι εσύ; Ποιος ο δωρεοδόχος και ποιος ο δωρητής; Το κατάλαβες ότι πήρες δώρο; Άκουσες την ευχή; Είπες ευχαριστώ;
Εγώ επιθυμώ το δώρο να είναι δώρο. Πλούσιο, φτωχό, βασιλικό. Να είναι. Να σε βλέπει. Να σε θέλει, να σου έρχεται. Με τους τρεις μάγους, με τις καμήλες του. Mε τη Μάνα του. Άμα καπνίζεις, θα σου φέρω και δύο κούτες τσιγάρα. Θέλω να πω ότι το δώρο είναι για σένα. Έχω αρπάξει την ανθοδέσμη για σένα και μόνο. Έχω κατακλέψει όλους τους κήπους της Καλαμάτας. Για σένα. Θυμάσαι τα μπουκέτα που σου έφερνα στις πρεμιέρες σου; Αυτά που χάριζες. Εγώ στα έφερνα, άλλα χεράκια έβλεπα να τα παίρνουν. Θα μου πεις δεν είχες τα κατάλληλα ανθοδοχεία στο σπίτι. Ας μην το κάνουμε όμως προσωπικό. Εγώ σου μιλάω για το δώρο γενικώς. Άστο το ειδικό χαντάκι.
Το δώρο θέλει την άπλα του. Τη σκέψη. Θέλει τη φαντασία του, την τρίπλα τη μεγάλη, πώς να στο εξηγήσω… Είναι άλλη ήπειρος. Που σου διπλώνουν το τίποτα και στο φέρνουν για δώρο. Δεν θέλω. Δεν θέλω, ρε παιδί μου. Τι μου έρχεστε και μου χτυπάτε τα κουδούνια και μου χαλάτε το βράδυ και μου διώχνετε τη χαρά; Πώς το φέρνετε έτσι. Τι του κρεμάτε καμπάνες, κορδέλες, φιόγκους, χρυσόχαρτα και ξυπνάτε τη γειτονιά και τους σκύλους τριγύρω; Τι το παζαρεύετε; Το δώρο δεν παζαρεύεται. Δεν είναι θέμα χρημάτων, ούτε θέμα εφέ. Κι ένα ευρώ να έχεις στην τσέπη σου, αρκεί για να γεμίσεις τη σακούλα τη χάρτινη από το περίπτερο. Η επιθυμία κάνει τη διαφορά. Δεν ρωτάς για το δώρο πόσο κάνει. Δεν παζαρεύεις. Είναι γρουσουζιά. Ξέρεις πόσο κάνει το δώρο σου.
Λοιπόν, άκουσε… Εμένα και μια σοκολάτα μου αρέσει. Απλή. Ας μην είναι αμυγδάλου. Την είδες, με θυμήθηκες, δεν ρώτησες πόσο κάνει. Έβαλες το χέρι στην τσέπη, έβγαλες το κέρμα, την πήρες, την έφερες, δεν μου είπες τίποτα, την άφησες πάνω στο τραπέζι, κάτσαμε, τα είπαμε, ήπιαμε, φάγαμε, γελάσαμε, είπαμε του κόσμου τις ανοησίες, μου μίλησες και για τη φιλενάδα σου που της αρέσουν τα κομμωτήρια. Εγώ σε άκουσα. Πέρασε η ώρα, σηκώθηκες, έφυγες, πήγες στο καλό. Έπεσα για ύπνο. Κοιμήθηκα κι εγώ δεν ξέρω πόσες ώρες. Σηκώθηκα μέσα στον ύπνο το βαθύ, μέσα στη μαύρη νύχτα. Λαχτάρησα κάτι γλυκό. Στέγνωσε το σάλιο μου πάνω στο μαξιλάρι. Πήγα στην κουζίνα και βρήκα τη σοκολάτα σου. Το δώρο σου. Το δώρο του φίλου μου. Μες στα άγρια μεσάνυχτα να με γλυκαίνει. Να με γυρνάει πίσω, στο κρεβάτι, να με ξαπλώνει, να με κοιμίζει γλυκά, να με νανουρίζει, να με ρίχνει στα όνειρα τα παλιά, εκείνα τα γλυκά της Καλαμάτας. Στους κήπους της, στα άνθη της, στους μπαξέδες.
Στα άγια, στα μεγάλα τα δώρα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News