Ανοιξα τις προάλλες από κακή συνήθεια το TikTok, εθισμένος κι εγώ στις εικόνες που κυλάνε μπροστά στα μάτια σου. Την ίδια μέρα είχα παρακολουθήσει συγκλονισμένος το πώς η Κυριακή Γρίβα, μιλώντας με ευγένεια και σεβασμό στον αστυνομικό της Αμεσης Δράσης, έπεσε την ώρα που κρεμόταν η ζωή της στην πραγματική όψη της Ελλάδας.
Η ευγένεια είναι ένα «νόμισμα» που δεν περνάει στη χώρα μας. Σε κάνει να μοιάζεις εξωτικός, αδύναμος και ασαφής. Ακόμη κι αν είσαι πολύ συγκεκριμένος. Ή μάλλον, ακόμα χειρότερα: Αν δεν είσαι αγενής, μπορεί και να μην ακούγεσαι.
Στα λίγα δευτερόλεπτα που κοιτούσα το TikTok, περνούσε μπροστά μου συνέχεια ο γνωστός παρουσιαστής. Ακουγα αυτόν, μετά τα λόγια της Κυριακής και μετά τον αστυνομικό. Σκεφτόμουν ξανά και ξανά πόσο απροστάτευτη ήταν και σε ποιων τα χέρια έπεσε: την τελευταία ανθρώπινη φωνή που άκουσε στο τηλέφωνο, αλλά και το ποιοι διαχειρίστηκαν τη δική της φωνή μετά την άγρια σφαγή της.
Πιο κάτω, στο μωσαϊκό της παρακμής μας, που είναι το συγκεκριμένο μέσο κοινωνικής δικτύωσης, ένας νταβραντισμένος μάνατζερ μιλάει με ένταση: «Εγώ τους λέω: “Πόσες μέρες άδειας θες; Πάρ’ τες όλες”. Εμένα με νοιάζει να βγαίνει η δουλειά».
Παρακάτω, ένας νεαρός άνδρας χαιρετάει την κάμερα και μιλάει: «Αλλη μια μέρα προσωπικής ανάπτυξης και σήμερα δίνω την προσοχή μου στην πρωινή μου ρουτίνα. Ξύπνησα στις πέντε παρά τέταρτο και βγήκα για ένα πρωινό τρέξιμο. Αυτός είναι ένας τρόπος για να βγω από τη ζώνη άνεσής μου, να αποκτήσω ακόμη μια εμπειρία και περισσότερη αυτοπεποίθηση. Γυρίζοντας στο σπίτι έκανα μισή ώρα διαλογισμό για να δώσω ακόμα μεγαλύτερη προσοχή στα σημαντικά πράγματα, όπως το να χαμογελάω περισσότερο».
Κλείνω αμέσως το TikTok. Πρέπει κάπου να ακουμπήσω. Τηλεφωνώ στον φίλο μου τον Δημήτρη, που έχουμε διανύσει παρέα 35 χρόνια. Από την πρώτη γυμνασίου. Μιλάμε για το φονικό, τον αστυνομικό, τον παρουσιαστή. Τον ακούω να μου λέει ότι ανησυχεί για την κόρη του που δίνει φέτος Πανελλήνιες. «Αν περάσει σε άλλη πόλη;».
Κλείνω το τηλέφωνο και θυμάμαι εμάς όταν δίναμε Πανελλήνιες. Ηταν η δεκαετία του 1990, η εποχή του lifestyle και των συνταγών ευδαιμονίας. Παρότι όλο αυτό ήταν ασφυκτικό, νομίζαμε οι καημένοι ότι ζούσαμε σε μια χώρα σχεδόν κανονική —ή τουλάχιστον σε μια χώρα που όδευε προς τα εκεί. Σαν να μην έφτανε αυτό, ήμασταν ευγενείς. Σεβόμασταν τους μεγαλύτερους, ακόμη και όταν μας έλεγαν αρλούμπες για το τι πρέπει να κάνει κάποιος στη ζωή του.
Τριάντα χρόνια μετά, η κόρη του Δημήτρη θα δίνει Πανελλαδικές εξετάσεις πριν τις ευρωεκλογές. Στην τηλεόραση θα παίζει η ιλουστρασιόν εικόνα των προεκλογικών σποτ. Αυτή που ποτέ, καμία σχέση δεν έχει με την πραγματική όψη της χώρας στην οποία έπεσε πάνω η Κυριακή. Σκέφτομαι ότι στα διαλείμματα από το διάβασμα η κόρη του φίλου μου θα ανοίγει τα social media και μπορεί να πέφτει στον γνωστό παρουσιαστή, τον νταβραντισμένο μάνατζερ και την «προσωπική ανάπτυξη».
«Κι αν νομίζει ότι οι ενήλικες και οι πετυχημένοι άνθρωποι είναι αυτοί;» σκέφτομαι έντρομος. Ομως κακώς ανησυχώ. Οι σημερινοί νέοι, σε αντίθεση με εμάς, έχουν καταλάβει πού ζουν. Ξέρουν ότι δεν είμαστε κανονική χώρα, ούτε και προβλέπεται να γίνουμε σύντομα. Ευτυχώς, θα χρειαστούν πολύ λιγότερο χρόνο για να συνειδητοποιήσουν ότι η «επιτυχία», με τους όρους που «προσφέρεται» εδώ ως εκδοχή ζωής, δεν έχει απολύτως κανένα νόημα. Είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να αποφύγεις. Ιδίως αν δεν «το έχεις» με την αγένεια.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News