Τελευταία είναι στη μόδα της οθόνης η κουζίνα. Η σοφιστικέ κουζίνα. Διότι αυτή μας λείπει εσχάτως φαίνεται. Τα περίεργα μπαχαρικά. Χαζεύουμε με την αθωότητα παιδιού τις τηλεοπτικές εκπομπές όπου υλικά ανακατεύονται με περίτεχνο και θαυμαστό τρόπο γρήγορα και μαεστρικά για να προσφέρουν μια εικόνα και μια γεύση μοναδική. Επειδή έχω κυκλοφορήσει στα studios όπου γυρίζονται τα show μαγειρικής έχω να καταθέσω πως μόλις τελειώσει η εκπομπή, εννέα στις δέκα φορές ουδείς αγγίζει τα εδέσματα. Όχι διότι οι τεχνικοί είναι ταπεινής καταγωγής και δεν ξέρουν να εκτιμήσουν την αξία ενός πιάτου με σταμναγκάθι και δαμάσκηνο, αλλά διότι πλην εξαιρέσεων είναι μοναδικής αηδίας η γεύση της κατσαρόλας που μαγειρεύτηκε στο πλατό. Κι ενώ όλοι μπροστά στα φώτα δοκιμάζουν και επιδοκιμάζουν την φανταστική μαγείρισσα με τους έξυπνους συνδυασμούς που έφτιαξε αυτό το μεταμοντέρνο πιάτο τόσο γρήγορα απλά και οικονομικά, τελικά το πιάτο τις πιο πολλές φορές, καταλήγει σε ένα μαύρο γυαλιστερό πλαστικό σάκο σκουπιδιών που κρατεί η καθαριστήρια του πλατό με άσπρα γάντια. Το studio από κει που μύριζε όμορφη κλεισούρα, τώρα μυρίζει κάτι ανάμεσα σε πανάκριβο prada και τσιγαρισμένο κρεμμυδάκι με λίγη εσανς σκόρδου. Ένα μικρό σίχαμα δηλαδή.
Κάπως έτσι αισθάνθηκα με αυτή τη ταινία και να με συγχωρήσουν όσοι διαβάζουν και περιμένουν κριτικές σινεμά τύπου New Yorker. Το AMERICAN είναι μια περίεργη συνταγή ταινίας όπου το Χόλυγουντ συναντά την picturesque ιταλική επαρχία με τα μουντά αλλά πλούσια χρώματα του πρωινού της. Εκεί μέσα στην Ιταλική καμπανία με τα δάση που προστατεύονται από προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με γραφικά χωριουδάκια πλατείες με café ristretto, κυκλοφορεί ένας ανελέητος δολοφόνος μιας ακόμα (πόσες υπάρχουν άραγε) μυστικής οργάνωσης δολοφόνων. (Η πρωτοτυπία χτυπάει κόκκινο). Μέσα στην αγωνία τους να παρουσιάσουν κάτι φρέσκο οι αμερικανοί παραγωγοί ανακατεύουν το χολυγουντιανό έγκλημα με χωριουδάκια ιταλούς παπάδες, (Paolo Bonacelli) ιταλικές εξομολογήσεις που σέρνουν κάτι απ την αύρα του Νoνού.
Με τον ήχο μιας καμπάνας που χτυπάει κάπου ψηλά στην εκκλησία του χωριού ο σκηνοθέτης σκεπάζει τον ήχο από ένα σιγαστήρα που σκορπίζει θάνατο στο ήσυχο αυτό περιβάλλον. Πιστεύω πως η πιο πιθανή αιτία που γύρισε ο Κλούνεϊ αυτή την ταινία είναι ότι μεγάλα της κομμάτια θα πρέπει να γυρίστηκαν στην Ιταλία όπου και διαμένει τον περισσότερο χρόνο του ο Κλούνεϊ. Η ατυχία του Τζώρτζ είναι πως αν είχε ένα Γάλλο ας πούμε, σκηνοθέτη πιθανότατα να έκανε ένα πιο υποφερτό και συνάμα αποδεκτό «γαλλικό νουαρ». Τώρα αν και δανείζεται το αφαιρετικό ευρωπαϊκό παίξιμο με λίγα λόγια και πολλές κλουνέϊκες ματιές σε κοντινό πλάνο, δεν καταφέρνει να μπει και να αλώσει τις ψυχές μας. Παραμένει ο σταρ που γυρίζει μια περιπέτεια σε ένα πολιτισμένο περιβάλλον, απαλλαγμένη από τις αμερικάνικες κιτσαριές, με ρυθμούς πιο αργούς, πιο «πνευματικούς»
Σε μια από τις εξομολογήσεις του στον πάτερ Μπενεντέτο ο Κλούνεϊ, παίρνει τo κλουνέϊκο στυλ των εκατομμυρίων δολαρίων και παραδέχεται: «Δεν νομίζω πως ο θεός ενδιαφέρεται για μένα, πάτερ.» Έχει δίκιο. Ούτε κι εμείς.
Η ταινία The American παίζεται τώρα στους κινηματογράφους. Δείτε το τρέιλερ εδώ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News