Στην αρχή του κακοφάνηκε – του κώλου.
Βλέπεις, τον καιρό των παχιών αγελάδων, που βγάζανε 650 μπριζόλες έκαστη και κάθε φορά που έκλαναν άνοιγε καινούρια τρύπα στο όζον, έπαιρνες χωρίς δεύτερη σκέψη τις ντάνες τα κωλόχαρτα με τα τέσσερα φύλλα, που ’ταν πιο απαλά κι από φτερά αγγέλου, πιο τρυφερά κι απ’ το χάδι της μάνας, που σκούπιζες το δάκρυ και περνούσε ο καημός σαν να τον σφούγγιζε η πάνα του θεού Έρωτα.
Αλλά με τη ρουφιάνα την κρίση έπεσες στα δίφυλλα, και ξάφνου ο κώλος, ο εκ φύσεως κακομαθημένος, στράβωσε. Τι έγινε αφεντικό; Ξεπέσαμε; Διότι μαδούσε βλέπεις το ένα απ’ τα δύο φύλλα κι απόμενε μονόφυλλο σαν το τσιγαριλίκι με τα περισσεύματα, και δεν είχε κι αλόε βέρα να σου ανανεώνει το κολλαγόνο στα κωλομάγουλα, ούτε εκχύλισμα χαμομηλιού να ξανθαίνει η κωλότριχα και να γίνεται σαν το μαλλί της αειπάρθενης Μπρουκ Σιλντς στη Γαλάζια Λίμνη.
Το τωρινό, του ενός φύλλου, που το παίρνεις από ειδικό πρατήριο σε προσφορά, και σε συσκευασία ίσαμε μια σοσιαλιστική πολυκατοικία, είναι η εκδίκηση του προλεταριάτου στην μπουρζουαζία του πρωκτού, και το χρησιμοποιούν και οι επιπλοποιοί όταν ξεμένουν από γυαλόχαρτο, αλλά και πάλι καλά να λες, διότι κόπηκαν και οι εφημερίδες με την αφραγκία, και η εναλλακτική είναι να τρέχεις κάθε πρωί στο Πεδίον του Άρεως μαζί με τα φοξ τεριέ και να μαζεύεις χλωρίδα απόπατου.
Χώρια που, όποιος δεν έχει να φάει, δεν έχει και να χέσει.
Είδες; Ακόμα κι όταν καταρρέει, για όλα μεριμνά ο καπιταλισμός.
Πιες το γάλα σου, παιδί μου.
Και λες να το πιω ρε μάνα, και να το βάλω και στον καφέ και στο τσάι και να το λουστώ άμα λάχει όπως το λουζότανε η Κλεοπάτρα, που γι’ αυτό υπήρχανε πολλές Κλεοπάτρες να μου το θυμηθείς, διότι δεν ξεπλένονταν μετά, κι ερχόταν το γάλα κι έπηζε και μύριζαν τυρίλα οι αυτοκράτειρες και τις περνούσαν οι αρουραίοι του παλατιού για κεφάλια μετσοβόνε και τις έτρωγαν στον ύπνο τους – κι άντε μετά βρες φρέσκια Κλεοπάτρα και βουβάλες βυζαρούδες να γεμίσουν την πισίνα.
Μόνο που πάει το γάλα πολυτελείας του ενός ευρώ με το κρικάκι που άνοιγε εύκολα, πάει και το γάλα του μισού ευρώ με το κρικάκι το τζαναμπέτικο που άμα δεν έχεις νύχια πρέπει να χώσεις μαχαίρι από κάτω και κινδυνεύεις να σφαχτείς κάθε πρωί με την ντάγκλα, και τώρα αγοράζεις το πιο φτηνό εβαπορέ, που δεν έχει κρικάκια και φλωριές, είναι για τον άντρα τον νταβραντισμένο, τον πολλά βαρύ, που τις ανοίγει τις κονσέρβες με τον κυνόδοντα (όχι του Λάνθιμου, τον κανονικό), αλλά βρες μου εσύ τώρα μες στο μπουρδέλο της κουζίνας το ανοιχτήρι, ώσπου στο τέλος σε πιάνει απελπισία και λες θα το ανοίξω με κατσαβίδι και σφυρί, κι όλα καλά μέχρι το πρώτο χτύπημα, που φεύγει κατσαβίδι και κονσέρβα και σου πέφτουν και τα δύο στο ποδάρι και στο μακελεύουν, και στο δεύτερο χτύπημα ανοίγει μεν η τρούπα, αλλά πρέπει ν’ ανοίξεις και δεύτερη για να τρέξουνε τα γάλατα, χαρχάλα τα, χαρχάλα τα, μόνο που στο μεταξύ έχεις πάρει θάρρητα και τραβάς μια σφυριά σαν του Θωρ, και απογειώνεται το κονσερβοκούτι το τρυπημένο και πέφτει και τσουλάει στον διάδρομο αφήνοντας ένα ρυάκι από πολύτιμο γάλα, που στο τέλος καταλήγει να το πίνει ο γάτος ο κερατάς απ’ το πάτωμα, κι εσύ τον καφέ τον πίνεις σκέτο, και είναι και στιγμιαίος και ντεκαφεϊνέ και είναι σαν να πίνεις την πίκρα της αυταπάτης σου, πως κρίση είναι και θα περάσει…
Και είναι και η υπόθεση μακαρόνι στη μέση.
Διότι όλοι είμαστε μακαρονάδες μέχρις αποδείξεως του εναντίου.
Διότι τώρα πάνε οι δόξες οι παλιές με τις μπαρίλες και τα νιόκι τα φρέσκα – τώρα ό,τι σπαγγέτι είναι σε προσφορά, στα τρία πακέτα δώρο ένα τέταρτο, κι ένα κουτί καθαρτικό για όταν στουμπώσει το άντερο απ’ το πολύ ζυμαρικό.
Και την πρώτη μέρα πες καλά, με κόκκινη σαλτσούλα σκέτη.
Και τη δεύτερη με τσιγαρισμένο σκόρδο κι ελαιόλαδο, το πιο φτηνό, που όχι μόνο δεν είναι παρθένο αλλά το ’χουνε βατέψει όλα τα λάδια του ελαιοτριβείου.
Και την τρίτη μέρα κατά τας γραφάς στο φούρνο με τρίμματα τυριών και αλλαντικών – η γκουρμεδιά του ψωμόλυσσα.
Αλλά την τέταρτη μέρα με μακαρόνι σερί αρχίζει να σε πιάνει τεταρταίος. Βλέπεις τη ζωή σου σαν μια ατέλειωτη ευθεία νούμερο 6 και λες, έτσι θα πορευτώ από δω και μπρος, και καταριέσαι τον Μάρκο Πόλο που μας έφερε τα ζυμαρικά απ’ την Κίνα αντί να περάσει και μια βόλτα από Ινδία που τρώνε τα κρέατα με τις σαλτσούμπες, γι’ αυτό είναι όλοι χονδροί κι ευτυχισμένοι.
Όμως την πέμπτη μέρα σκάει δώρον απροσδόκητο: κοτόπουλο ολόκληρο σε προσφορά, λίγο πιο φτηνό από λαχανίδα, διότι είναι κοτόπουλο ανελεύθερης βοσκής από ειδικό πτηνοτροφείο, όπου οι κότες τρων η μια την άλλη και οι κοτοπουλάδες βάζουν στοιχήματα, Έλα μωρή Ασπρούλα, σκίσ’ την την κουφάλα την Παρδάλω, και το φκιάνεις με μακαρονάκι κοφτό στη γάστρα κι ευφραίνεται η ψυχή σου – άλλο που την επομένη, απ’ τις ορμόνες που το ’χουν ταϊσμένο το πτηνό ξυπνάς με κάτι βυζά σαν της Μόνικα Μπελούτσι, κι έχεις και κάτι ψιλά δερματικά τύπου λέπρα απ’ τις διοξίνες. Όλα αυτά είναι ήσσονος σημασίας, καθώς τώρα πήρες θάρρος, κι έτσι και την κάνει ο γείτονας ο διπλανός που ’χει μετατρέψει το μπαλκόνι του σε κήπο με μυρωδικά, θα κάνεις σκαλωμαρία το κάγκελο και θα του τσουρομαδήσεις τον βασιλικό για πέστο, χωρίς κουκουνάρι και παρμεζάνα εννοείται, διότι η παρμεζάνα θεωρείται τεκμήριο κι ανεβαίνεις φορολογική κλίμακα με την πρώτη πιρουνιά. Αλλά και πάλι, πέννες al pesto – μεγαλείο, παιδί μου.
Τι; Η φτώχεια θέλει καλοπέραση. Και πολύ μακαρόνι.
Ο αριθμός του θηρίου, που προξενεί ανείπωτο τρόμο και είναι προμήνυμα καταστροφής και συντέλειας, δεν είναι εντέλει το 666. Όχι, φίλοι μου. Είναι το 1305, που βρίσκεις στο τηλέφωνο μαζί με αυτόματο μήνυμα που σε ενημερώνει ότι έχεις απλήρωτο λογαριασμό στον ΟΤΕ, κι αν δεν διευθετήσεις το χρέος άμεσα, με το επόμενο τηλεφώνημα θα πέσει και το ψαλίδι της μοίρας Ατρόπου, και μετά ίντερνετ γιοκ, και δεν θα μπορείς να κατεβάσεις το επόμενο επεισόδιο του Modern Family και του Downton Abbey και του Αmerican Horror Story, κάτι που ισοδυναμεί με μοίρα χειρότερη απ’ τον θάνατο, χειρότερη κι από μαραθώνιο επεισοδίων Λαζόπουλου, οπότε τι να κάνεις, ψάχνεις και βρίσκεις ποια πιστωτική είναι λιγότερο ξετιναγμένη, τραβάς ό,τι λεφτά περισσεύουν μέχρι το ανώτατο πιστωτικό όριο, αναρωτιέσαι αν για την πληρωμή της επόμενης ελάχιστης δόσης θα πρέπει να βγεις στο κλαρί, που ’χεις πλαδαρέψει και δεν πιάνεις μήτε εικοσάρι, και τον ξοφλάς τον καριόλη τον ΟΤΕ, διότι χωρίς ίντερνετ δεν έχει και Facebook, και θα καταλήξεις να δουλεύεις και να διαβάζεις και να περνάς τον χρόνο σου δημιουργικά, που είναι φρίκη απερίγραπτη.
Κι έρχεται η μαύρη ώρα και στιγμή που χαρτονόμισμα δεν υπάρχει ούτε για δείγμα, και για να πάρεις τσιγάρα να ξεχαρμανιάσεις και να ξεχάσεις φευγαλέα τον νταλκά σου πρέπει να κάνεις επιδρομή κι ανασκαφή στο καλαθάκι με τα ψιλά.
Έλα όμως που όταν χρειάζεσαι τα χρυσαφιά, όλα τα κέρματα γίνονται κόκκινα! Κι αρχίζεις να μετράς τα ταλιράκια, κι έπειτα από τρεις βδομάδες έχεις φτιάξει εκατόν δώδεκα στοίβες που αντιστοιχούν σε ένα πακέτο, και πάλι καλά που σε ξέρει το παλικάρι στο ψιλικατζίδικο από κάτω και δεν σε παρεξηγάει, διότι δεν είναι και μικρή ξεφτίλα να σκας τώρα με τη σακούλα με τα πεντάλεπτα σαν τον παπά που μόλις ξάφρισε το παγκάρι, και να πρέπει ο άλλος να δίνει ρέστα για δυόμισι χρόνια για να ξεφορτωθεί το ευτελές μέταλλον του θεριακλή του μπατίρη.
Όμως είναι άτιμο πράμα το τσιγάρο, και με τα ζόρια καπνίζεται θαρρείς από μόνο του, και οσονούπω αδειάζει το πακέτο, και τώρα σου ’χουν απομείνει μόνο τα δίλεπτα και τα λεπτά, με το καραβάκι που το λέγαν Απόγνωση 2013, κι αυτά πια ντρέπεσαι να τα φορτώσεις στον ψιλικατζή – οπότε κάθεσαι κι αρχίζεις το μέτρημα, σαν θείος Σκρουτζ απ’ την ανάποδη, κι αφού πάθεις μια προσωρινή τύφλωση όπου όλα τα βλέπεις χάλκινα σαν να πήρες το βιάγκρα της ένδειας, βγαίνουν συνολικά 33 ευρώ τα καταφρονεμένα κέρματα – περιουσία ολάκερη δηλαδής. Μόνο που η τράπεζα η ανάλγητη που πίνει το αίμα του κοσμάκη με το μπουρί τα βλέπει τα ψιλά και λέει πιφ, ουστ από δω βρομύλε, εμείς εδώ μεταχειριζόμαστε παρά ανωτέρας κλάσης, και τούτα δω τα αχαμνά να τα πας στην Τράπεζα της Ελλάδος, όπου τα λιώνουν για να φτιάξουν άγαλμα του Πολ Κρούγκμαν του προφήτη, του Ενός μετά τον Σωκράτη και πριν τον Βαρουφάκη, και πας ο έρμος με το πουγκί το ασήκωτο στην υπόγα της Τράπεζας της Ελλάδος, και τι να δεις, όλοι της γης οι κολασμένοι έχουν στηθεί ουρά με τα τσουβάλια τους επ’ ώμου, και οι δύσμοιροι οι υπάλληλοι, είναι να τους λυπάσαι, δεν προφταίνουν να τουϊτάρουν με την άνεσή τους στο #variemai_pou_zw, και να σου ο επόμενος πεινάλας με το ψιλολόι του, αλλά με τα πολλά, με παρακάλια και δάκρυα και ιστορίες για ετοιμοθάνατες μαμάδες καταφέρνεις να τσεπώσεις το τριαντάρι, και λες, τι συμφέρει περισσότερο, να πάω σούπερ μάρκετ και να γεμίσω το ψυγείο για τέσσερις μέρες, ή να πάρω μια κούτα τσιγάρα κι από φαΐ αρχίζουμε να σκάμε απρόσκλητοι σε πάρτι και λογοτεχνικές μαζώξεις, όπου όλοι ακούνε τον συγγραφέα κι εσύ κοιτάς να ξεμοναχιάσεις κανά μπολάκι με κάσιους να λιγδώσει τ’ αντεράκι σου.
Τέρμα και τελείωσε. Πρέπει να φτιάξουν τσιγάρα που να τρώγονται κιόλας.
Και πες στα χρέη τα εξ αποστάσεως εθελοτυφλείς και κωφεύεις – σε παίρνει η τράπεζα για τις κάρτες και λες, Ντεν είναι εντώ κύριο Κορτώ, έφυγκε Αμέρικα, σου στέλνει μηνύματα η εταιρία του κινητού να σε φοβερίσει, λες, δεν μας χέζετε κι εσείς, και για τα πιο χοντρά κερατιάτικα, βλέπε ασφαλιστικά ταμεία της συμφοράς που αλλοίμονό σου έτσι και θες γιατρό συμβεβλημένο να σ’ εξετάσει, καλύτερα βρες παπά να σε διαβάσει να μην πας αδιάβαστος, γι’ αυτά λοιπόν τα βαρβάτα χρέη υπάρχει πάντα η τακτική δεν σε είδα δεν σε ξέρω, που παραχώνεις τον φάκελο κλειστό στο συρτάρι μαζί με τους άλλους, και παριστάνεις τον ανέμελο μέχρι να περάσουν τα χρονάκια και να ’ρθουν μια μέρα και να σε πάρουν σιδηροδέσμιο.
Αλλά στις δύσκολες μέρες του μήνα, που περνά ο τύπος για τα κοινόχρηστα και βαράει τα κουδούνια, τι κάνεις;
Διότι ξαφνικά, έξι η ώρα το απόγευμα, πάνω που ετοιμάζεσαι να πας στον γείτονα και να ζητήσεις λίγη ζάχαρη και τέσσερις μπριζόλες και τίποτε πατάτες άμα του βρίσκονται, ντράγκα-ντρουγκ το κουδουνάκι, και να σου ο καλός σου στημένος απ’ έξω να περιμένει διότι έχεις απλήρωτα κοινόχρηστα απ’ τον Μάη του ’68.
Οπότε εκεί θυμάσαι ό,τι πολεμική ταινία έχεις δει, ό,τι βιβλίο σχετικό με βομβαρδισμούς έχεις διαβάσει, και πρώτα σβήνεις τα φώτα, έπειτα μένεις μούγκα μέχρι το δεύτερο χτύπημα, και μετά περιμένεις, με την ψυχή στο στόμα και την καρδιά στο μίξερ, ν’ ακούσεις τον πολυπόθητο ήχο, αυτό το σριιιτς καθώς το χαρτί της νέας οφειλής γλιστρά κάτω απ’ την πόρτα για να προστεθεί στη στοίβα με τ’ άλλα, που δεν χωράνε πλέον στο συρτάρι οπότε τα παραχώνεις όπου βρεις (στο πουφ-μπαούλο, σε κουτιά του καφέ, στο πιάνο εν ανάγκη) κι έπειτα τα βήματα του στυγερού, άτεγκτου κοινοχρηστά να απομακρύνονται.
Και μετά ανασαίνεις κι ανάβεις τα φώτα και βάζεις και μουσική να το γιορτάσεις που τη σκαπούλαρες για άλλον ένα μήνα, και πας και στέκεσαι στο παράθυρο διότι έχει μια δύση εκπληκτική, και τι αξία έχει το ηλιοβασίλεμα άμα δεν το απαθανατίσεις για να το αναρτήσεις στο Facebook μαζί με άλλες 150.000 παρόμοιες φωτογραφίες με σχόλια όπως: ‘Η μαγεία του ουρανού’, ‘Το μεγαλείο της φύσης’, ‘Αφιερωμένο σε όλες τις τρυφερές ψυχές που τσαλαπατά το άχθος της ύπαρξης’ ή το τόσο εύγλωττο και συνάμα αλγεβρικό ‘<3’ και ξεχνάς ότι μένεις πρώτο όροφο κι ότι με τα φώτα αναμμένα και λαμπρά είσαι ορατός σαν την νταλίκα, και ξάφνου κάποιος σε χαιρετάει απ’ το παπάκι του που ’χει παρκάρει στον δρόμο ακριβώς μπροστά, και φυσικά είναι ο φοβερός και τρομερός κοινοχρηστάς, που σου κουνάει το χέρι σαν να σου λέει, Χαμούρη, κανόνισε. Ξέρω πού μένεις. Θες να ξυπνήσεις ένα πρωί και πλάι στο μαξιλάρι σου να δεις ένα κομμένο κεφάλι αλόγου;
Που όχι, δεν θέλω. Μόλις έστρωσα καθαρά σεντόνια.
Βέβαια, θα μου πεις, υπάρχει αντίδοτο στην ένδεια: η αγάπη.
Αλλά όταν τα οικονομικά άγχη γίνονται δυσθεώρητα, η αγάπη, ακόμα και η πιο δυνατή και παθιασμένη, εκνευρίζεται, γίνεται ευερέθιστη, και συχνά ξεσπαθώνει με το παραμικρό, διότι αν δεν ξεσπάσεις στον άνθρωπό σου σε ποιον θα ξεσπάσεις – θ’ αρχίσεις να τραβάς σφαλιάρες στους περαστικούς;
Κι έτσι στο Κορτέτσι τις ζοφερές ημέρες που διανύουμε ακούγονται καθημερινά στιχομυθίες που ξεχειλίζουν αγανάκτηση, όπως:
«Καμιά σκούπα θα βάλουμε ποτέ; Προ ολίγου μία απ’ τις χνουδόμπαλες στον διάδρομο μου ζήτησε να της βάλω να φάει.»
«Μα πόσα μισοάδεια πακέτα τσίχλες μπορεί να έχει ένας άνθρωπος;»
«Ωραιότατο αυτό το χύμα κρασί που πήρες. Το νιώθεις ρε παιδί μου το συκώτι σου να καίγεται.»
«Το ότι κάθε βράδυ πλένουμε δυο πιρούνια για να φάμε επειδή κάποιος άφησε πάλι τα πιάτα να πιάσουν βρύα και λειχήνες, το λες και παρακμή.»
«Σε εξορκίζω, όχι άλλο Χατζιδάκι. Δεν με πιάνει το απογευματινό μου Xanax.»
«Μα πώς γίνεται, έξι αναπτήρες και να μην ανάβει κανένας;;»
«Τρία χρόνια το ’χουμε το media player κι ακόμα το κοιτάς όπως οι πίθηκοι τον μονόλιθο στην Οδύσσεια του Διαστήματος. Έλεος όμως.»
«Πάλι ξηλώθηκε η αλυσίδα απ’ το καζανάκι! Μα τι διάολο, κρεμιέσαι και κάνεις τον Ταρζάν;»
«Το ξέρω το πόσο ‘σκοτώνεσαι’ στη δουλειά, που μου έχεις πάρει διδακτορικό στο πώς γίνονται τα emoticon καρχαρίας, σκατό, διαβολάκι και κουνουπίδι τουρσί.»
«Ένα σου λέω: έτσι και γεμίσει κι αυτή η βιβλιοθήκη, βρες καινούριο σπίτι να μετακομίσουμε.»
«Αν ακούσω άλλη μία φορά το ‘Skyfall’ λούπα θα πηδήξω απ’ το μπαλκόνι, και μένουμε και πρώτο και δεν θα πάθω τίποτα.»
«Αρχίσαμε τα κρασιά απ’ τις δύο το μεσημέρι; Ω ρε ροχαλητό που έχει να πέσει απόψε. Πάλι με βλέπω να κοιμάμαι στο σαλόνι με τα αυτιά μου βουλωμένα με λιωμένο μολύβι.»
«Δεν σε ξαναστέλνω μόνο σου στο σούπερ μάρκετ. Σου λέω γάλατα κι αυγά κι εσύ μόνο καπότες με γεύση φρούτων δε φέρνεις. Τι; Γιατί γελάς; Ω Θεέ μου πες μου ότι δεν πήρες όντως καπότες με γεύση φρούτων!»
Και άλλα πολλά. Μα δεν πειράζει. Αγάπη να υπάρχει.
Και τέλος, φυσικά, να μην ξεχνάμε το δράμα του ελευθεροεπαγγελματία καλλιτέχνη, του ζήτουλα με το μπλοκάκι. Που παίρνεις τα τηλέφωνα και σε περνάνε στο λογιστήριο και σου λένε απ’ τον άλλο μήνα οι εκκαθαρίσεις (του 10% ανά βιβλίο, μη φανταστείτε), κι εσύ λες ναι πασάκα μου, αλλά αυτόν τον μήνα τι τρώμε, και σου λέει μήπως τότε θα θέλατε μια ωραιότατη επιταγή μεταχρονολογημένη για το έτος 2525 που λέει και το άσμα;
Και κλείνεις το τηλέφωνο αποκαρδιωμένος κι ανοίγεις τον φάκελο του ΟΑΕΕ που σε ενημερώνει ότι, τι χαρά, έκλεισες δέκα χρόνια στο κουρμπέτι, κι άρα ανέβηκες βαθμίδα, κι εφεξής θα πρέπει κάθε δεύτερο μήνα να καταβάλλεις στο ταχυδρομείο τους εφτά νέους και τις εφτά νέες του μινώταυρου (αυτά για να μπουν σε διακανονισμό τα φέσια), μαζί με της Παναγίας τα μάτια, του Χριστού τα τσίνορα, και την κοτσίδα του Άγιου Νεκτάριου, μεγάλη η χάρη του.
Και δεν μπορείς και να κλαφτείς σαν άνθρωπος στα κοινωνικά δίκτυα, διότι τουλάχιστον έχεις κάτι να παίρνεις (τον μπούλο), και ως ενοχικός άνθρωπος νιώθεις προνομιούχο τομάρι, και λες, δεν πειράζει, φέρτε την επιταγή, κι άσε να μαλώνουν τα εγγόνια μου ποιο θα αγοράσει τσίχλες με τα πνευματικά μου δικαιώματα…
Κι αναπόφευκτα, τα ζόρια γεννούνε νοσταλγία.
Για τις αθώες εποχές, τα φοιτητικά χρόνια, τότε που το χαρτζιλίκι έρεε, αν όχι άφθονο, πάντως από τσέπη αλλουνού – απ’ την πατρική τσέπη, που φάνταζε άπατη, έτσι που απορούσες με την περιστασιακή γκρίνια, διότι ο τρόμος του βιοπορισμού δεν σε είχε αγγίξει ακόμα με το χέρι του που ’ναι πιο παγερό κι απ’ το τεμπεραμέντο της Ζιλιέτ Μπινός, που άμα εκμεταλλευτούν το γονιδίωμά της Ιάπωνες γκατζετάδες θα γίνουν ζάμπλουτοι, διότι τέτοια κρυομούνα που ’ναι, μπορεί να πιάσει το κουτάκι την Κόκα-Κόλα και να στο παγώσει σε θερμοκρασία υγρού αζώτου.
Τότε που, όταν ήταν να την πιούμε, μαζευόμασταν σε σπίτι φίλου που το ’χε μετατρέψει σε τεκέ, κλείναμε πόρτες και παράθυρα και στόρια και κουρτίνες, και βάζαμε και μια πετσέτα να φράζει τη χαραμάδα κάτω απ’ την εξώπορτα για να μη φλομώσει όλη η πολυκατοικία, και πάλι τρέμαμε μην τυχόν και το άσπρο το αμάξι που ’ναι παρκαρισμένο δυο μέρες στη γωνία είναι ασφαλίτικο, κι άσε που ’σκαγε ο ντελιβεράς με τα σουβλάκια και ρωτούσε: «Καλό;» κι εγώ απαντούσα, «Καλό θα ’ναι, έχουμε ξαναπάρει απ’ τον Μπάτμαν,» κι ο πιτσιρικάς μου ’κλεινε το μάτι κι έλεγε: «Για το άλλο ρωτάω – καλό;» διότι με το που άνοιγε η πόρτα τον έπαιρναν τα ντουμάνια.
Έκτοτε αλλάξαν οι καιροί και τα ήθη – σε άλλα προς το καλύτερο και σε άλλα προς το χειρότερο. Ο τρελογιατρός μου απαγόρευσε διά ροπάλου τη φούντα διότι δεν είναι ελεγχόμενη η προέλευσή της, και μπορεί να ’ναι κανά σκανκ ποτισμένο με κάτουρο δράκου του Κομόντο και να κάνω πάλι κανά ψυχωσικό επεισόδιο όπου να νομίζω ότι είμαι ο νέος Δαλάι Λάμα και να ξουρίσω το κεφάλι μου πόμολο, κι έτσι κεφάλας που είμαι, θα με βλέπει ο κόσμος και θα λιγοθυμάει απ’ την τρομάρα.
Γι’ αυτό και χαίρομαι που ζω στα Εξάρχεια.
Γιατί καμιά φορά το βράδυ, που κατεβαίνω για τη σοκολατίτσα μου όπως ο χρήστης για τη δόση του (απαράδεκτη η ολιγωρία της ιατρικής επιστήμης που ακόμα να βρει τρόπο άμεσης ενδοφλέβιας παροχής κουβερτούρας), κόβω μια-δυο γύρες στην πλατεία, που ιδίως άμα είναι Παρασκευή ή Σάββατο είναι τίγκα στην πιτσιρικαρία, παιδιά με τις μπίρες τους και τα γέλια τους και με κάτι τρίφυλλα τρομπόνια, που τα φουμάρουν πλέον δημόσια σαν να μη συμβαίνει τίποτα και πολύ το χαίρομαι ο παλαίμαχος ο χασικλής, και παίρνω άπληστες ρουφηξιές και σχεδόν την ακούω, και θυμάμαι ένα απόγευμα πριν δέκα χρόνια και βάλε, στη Σαλονίκη ζούσα ακόμα, που ήμουν ξαπλωμένος και πίτα στη μαστούρα κι άκουγα για εκατομμυριοστή φορά το ‘No Need to Argue’ των Cranberries – τι δισκάρα κι εκείνη! ένα κι ένα για να πάθεις κατάθλιψη – και νόμιζα μες στο θάμβος του μυαλού μου ότι μπορούσα να μετακινώ τα σύννεφα και να κρύβω τον ήλιο κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια, κι ότι ανοίγοντάς τα πάλι έφερνα τη λιακάδα.
Μα ευτυχώς, ακόμα και στον ζόφο της χειρότερης φτώχειας, έχω πάντα στο σπίτι τη δική μου, μονάκριβη ντρόγκα, το χάπι της ευτυχίας μου, που δεν έχει και κίνδυνο υπερβολικής δόσης – όσο περισσότερο, τόσο το καλύτερο, και δε χορταίνεται το άτιμο: ρουφάς τη μυρωδιά του, πίνεις την ανάσα του, τρως την ομορφιά του με τα μάτια σου και με τα χέρια σου που ’ναι πάντα κρύα και πάντα στα ζεσταίνει.
Και γίνονται τα φύλλα της καρδιάς όχι δύο, όχι τέσσερα, αλλά χίλια, σαν του μιλφέιγ, που δεν θέλει υπερβολές στο μύγδαλο γιατί γίνεται βούχτα.
Α ρε Κουτάβι, από δω το πήγα, από κει το ’φερα, πάλι για σένα γράφω.
*Το τελευταίο βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ "Τα ορφανά", κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News