Ο Ιορδάνης Μπαγάκης γεννήθηκε σε μία ιδιωτική μαιευτική κλινική στη Θεσσαλονίκη, στις 18 Δεκεμβρίου του 1999. Επειδή οι γονείς του είχαν ασυμβατότητα ΑΒΟ, την τρίτη ημέρα έπαθε πυρηνικό ίκτερο και χρειάστηκε επειγόντως να μεταφερθεί στο Γενικό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο (ΑΧΕΠΑ). Δεν αποφάσισαν εξ αρχής να γεννήσουν σε νοσοκομείο, διότι ο γυναικολόγος, μολονότι γνώριζε το ιστορικό της οικογένειας, καθησύχασε το ζευγάρι και τους διαμήνυσε ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα να γίνει η γέννα στη συγκεκριμένη κλινική. Τη δεύτερη μέρα, πηγαίνουν στην εικοσιτετράχρονη τότε Μαρία, το νεογνό για τον βραδινό θηλασμό. Το μωρό από τον ίκτερο ήταν τόσο κιτρινισμένο, σαν φλούδα πορτοκαλιού. Η μητέρα απαίτησε να ελέγξουν αμέσως τον ίκτερο του παιδιού. Η νοσοκόμα αρνήθηκε διότι ισχυρίστηκε ότι ο παιδίατρος απουσιάζει και δε μπορεί να αναλάβει την ευθύνη. Κατόπιν έντονης πίεσης της μητέρας, ο ίκτερος μετρήθηκε, ήταν 24. Το αποτέλεσμα αποκρύφτηκε επίτηδες από τη Μαρία, γιατί ως λεχώνα δεν ήθελαν να την ανησυχήσουν μήπως και ανεβάσει πυρετό.
Γύρω στα μεσάνυχτα, ειδοποιήθηκε ο πατέρας να μεταβεί στην κλινική για να πάρει το βρέφος. Ο Παναγιώτης, αφού τους εξήγησε ότι μένει στη Νέα Μηχανιώνα (περίπου τριάντα έξι χιλιόμετρα από την πόλη) και ότι ο δρόμος έχει πολλές δυσκολίες εξαιτίας του δριμέος χιονιά, για να μην χαθεί πολύτιμος χρόνος, τους παρακάλεσε να μεταφερθεί ο Ιορδάνης απευθείας με ασθενοφόρο ή με ταξί, το οποίο θα πλήρωνε ο ίδιος. Η κλινική ούτε ασθενοφόρο διέθετε ούτε κάλεσε ταξί για να γίνει άμεσα η μεταφορά. Μετά από μιάμιση ώρα περίπου, το βρέφος εισέρχεται στο ΑΧΕΠΑ, όπου του διαπιστώνεται πυρηνικός ίκτερος. Οι γιατροί ζητάνε από τον Παναγιώτη αίμα από τη μητέρα, ώστε να το εξετάσουν για να δουν ποια θεραπεία πρέπει να ακολουθήσουν. Ο πατέρας, επιστρέφει στην κλινική, και προσπαθεί με έμμεσο τρόπο να αποσπάσει δείγμα αίματος από την ανυποψίαστη Μαρία. Της λέει ότι χρειάζεται το αίμα για κάτι διαδικαστικές εξετάσεις. Εκείνη, αν και πείστηκε, μέσα της ένιωθε ότι κάτι δεν πάει καλά.
Οι υποψίες της επιβεβαιώθηκαν μία ώρα αργότερα, όταν ο Παναγιώτης της αποκαλύπτει την πραγματικότητα. Αδιαφορώντας για τα ράμματα της καισαρικής, μαζεύουν άρον άρον τα πράγματα και τρέχουν στο ΑΧΕΠΑ. Το μωρό ήδη βρισκόταν σε διπλή φωτοθεραπεία -το φως βοηθάει να πέσει ο ίκτερος. Ο διευθυντής του νοσοκομείου τους λέει πως το παιδί, αν θέλει να διατηρήσει κάποιες ελάχιστες ελπίδες επιβίωσης, πρέπει να κάνει αφαιμαξομετάγγιση και συνολικά να αλλάξει δυο φορές 500ml αίματος. Ο Ιορδάνης στα 80ml αρχίζει ασταμάτητη αιματουρία, απέβαλλε δηλαδή ο οργανισμός του το αίμα. Τότε, οι γιατροί τους θέτουν το εξής δίλημμα: ή θα άφηναν το παιδί να πεθάνει από αιματουρία ή θα υπέγραφαν για να προσπαθήσουν μια δεύτερη μετάγγιση, η οποία ωστόσο δεν συνοδευόταν από καμία εγγύηση. Οι γονείς υπογράφουν για την εγχείριση και λίγο πριν μπει ο μικρός στο χειρουργείο, σταματάει αναπάντεχα την αιματουρία. Θαύμα πρώτο.
Καθώς έχουν προσβληθεί εγκεφαλικά κύτταρα που δεν αντικαθίστανται, οι γονείς, εκτός από τη δεδομένη κώφωση, δε γνωρίζουν το μέγεθος της ζημιάς. Δύο μηνών, ο Ιορδάνης ξαναμπαίνει στο νοσοκομείο, διότι υποφέρει από βρογχιολίτιδες. Θαύμα δεύτερο, νικάει και τα ασθενικά του πνευμόνια. Εκεί, παραμένει δέκα πέντε μέρες στο οξυγόνο κι έπειτα από μια σειρά εξετάσεων του βρίσκουν ατροφία στην αριστερή πλευρά του εγκεφάλου. Οι γονείς παγώνουν, ανησυχούν για νοητική στέρηση. Οι γιατροί τους διαβεβαιώνουν ότι δε συντρέχει λόγος ανησυχίας, αλλά τους ενημερώνουν ότι το παιδί τους έχει σπαστική τετραπληγία, εγκεφαλική παραλυσία και χορειοαθέτωση. Εκείνοι, κι ενώ για ένα μήνα κουβαλούσαν το μωρό μέσα σε μια ειδική διαμορφωμένη τσάντα, απευθύνονται σε ένα νευρολόγο για να δουν αν χρειάζεται να ξεκινήσουν φυσιοθεραπείες. «Θα το ταΐζετε, θα το ποτίζετε, και θα μεγαλώσει», ήταν η απάντηση του νευρολόγου.
Συμβουλεύονται τον παιδίατρό τους και πηγαίνουν στην ΕΛΕΠΑΠ για να αρχίσει το παιδί φυσιοθεραπείες. Δεύτερο σοκ. Οι εικόνες των παραπληγικών παιδιών δημιουργούν έναν ανίκητο φόβο στη Μαρία, μπαίνει στη διαδικασία να σκεφτεί πώς θα είναι το μέλλον του παιδιού της. Παράλληλα, έρχονται σε επαφή με μία εξειδικευμένη κλινική στο Λονδίνο για να δουν αν μπορεί να δεχτεί τον γιό τους. Ο Ιορδάνης, μέχρι εκείνη τη στιγμή ούτε καν είχε μπουσουλήσει, δεν είχε παρουσιάσει την παραμικρή ένδειξη ότι μπορεί να περπατήσει ή τουλάχιστον να σουρθεί. Μια νύχτα, οι γονείς κάθονταν στο σαλόνι, και ο μικρός ήταν στο πάτωμα, μαζί με την μεγαλύτερη αδελφή του, και ασχολιόταν με ένα παιχνίδι, σκυμμένος μπρούμυτα- έπρεπε να μάθει να χρησιμοποιεί τους αγκώνες του. Η Βερόνικα, του παίρνει το παιχνίδι και το τοποθετεί στα πόδια της μαμά της. Ο Ιορδάνης σηκώνεται κανονικά, περπατάει, παίρνει το παιχνίδι κι επιστρέφει στη θέση του. Η Μαρία και ο Παναγιώτης, αδυνατώντας να πιστέψουν αυτό που είδαν, πήραν ξανά το παιχνίδι κι αυτή τη φορά το έβαλαν πάνω στον καναπέ. Ο Ιορδάνης σηκώνεται ξανά, περπατάει, σκαρφαλώνει στον καναπέ, παίρνει το παιχνίδι και γυρίζει στο χαλί.
Η Μαρία θεωρούσε πως το περπάτημα του γιού της ήταν μια παροδική έκλαμψη, η οποία θα έφευγε σύντομα, κι ο μικρός θα γυρνούσε γρήγορα στην αρχική του κατάσταση. Κι όμως, τη διέψευσε. Μια βδομάδα μετά, στην προγραμματισμένη φυσιοθεραπεία που είχαν στην ΕΛΕΠΑΠ, ο Ιορδάνης αφήνει το καροτσάκι και περπατάει μόνος του μέχρι τη φυσιοθεραπεύτριά του. «Θαύμα, θάυμα», φωνάζει η κυρία Ελένη και βγαίνουν όλοι από τα γραφεία τους για να δουν τι συμβαίνει. Ο μικρός περπατούσε. Τελεία και παύλα. Τον πλάκωσαν στις εξετάσεις για να εξηγήσουν το ανεξήγητο: πως ένα παιδί με σπαστική τετραπληγία, εγκεφαλική παραλυσία, και χορειοαθέτωση, περπατούσε κανονικά, δίχως καμία μηχανική υποστήριξη. Θαύμα τρίτο, έχει και συνέχεια.
Στην Αγγλία οι γιατροί έδωσαν στους γονείς ένα πρόγραμμα αισθητηριακής ολοκλήρωσης, βασισμένο στην οικογενειακή κατάσταση. Ο Ιορδάνης, μέσα σε έξι μήνες, από εκεί που νοητικά και κινητικά συμπεριφερόταν σαν τριών μηνών, έφτασε να έχει συμπεριφορά ανάλογη της ηλικίας του. Το μόνο που τελικά δεν κατάφερε να νικήσει ήταν η κώφωση. Μέχρι την έκτη δημοτικού πήγε σε κανονικό σχολείο και φέτος γράφτηκε στο ειδικό γυμνάσιο κωφών, στο Πανόραμα. Τον ρωτάω αν πιστεύει ότι υπάρχει Θεός, αν τον έχει δει, αν τον έχει ακούσει, αν τον επισκέπτεται στα όνειρά του. Με κοιτάει στο στόμα για να διαβάσει τα χείλη μου και μου απαντάει «υπάρχει, αλλά δεν τον έχω δει, δεν τον έχω ακούσει, κι ούτε στα όνειρά μου έρχεται». Επιμένω, και τότε γιατί πιστεύεις ότι υπάρχει; «Μου το είπε η μαμά».
Και πώς να μην το πιστεύει η μαμά; Ο γιός της, πέραν των περιπετειών που έχει περάσει στα νοσοκομεία, όταν δε φορούσε ακουστικά βαρηκοΐας, είχε γλιτώσει τρεις φορές μπροστά στα μάτια της από το να τον σκοτώσει αυτοκίνητο. «Τα αμάξια και τις τρεις φορές σταμάτησαν ένα εκατοστό πριν τα παπούτσια του» μου λέει η Μαρία και προσθέτει «θρησκόληπτοι δεν ήμασταν, με τη θρησκεία δεν είχαμε καμία σχέση, αλλά κάποιος αόρατος άγνωστος φυλάει τον Ιορδάνη». Φωνάζω τον Ιορδάνη και του ζητάω να μου πει ποιο είναι το αγαπημένο του όνειρο. «Να μεγαλώσω…-κάνει μια παύση- και να σταματήσουν οι άνθρωποι να σκοτώνουν τα σκυλιά». Όταν ήταν εφτά ετών, ένα αυτοκίνητο πάτησε τη Σίσυ, ένα ημίαιμο κανίς που του κρατούσε συνέχεια συντροφιά. Τότε, κλαίγοντας μια μέρα στην αγκαλιά της μαμάς του, της λέει πως θέλει να βγει έξω στον δρόμο, να τον πατήσει κι αυτόν ένα αμάξι, για να βρει τη Σίσυ στον άλλο κόσμο.
Ιορδάνη, δε ξέρω αν στον άλλο κόσμο καταφέρεις να συναντήσεις τη Σίσυ, επικρατεί συνωστισμός εκεί πέρα. Αυτό που ξέρω είναι ότι σε τούτο τον κόσμο παραδίδεις καθημερινά μαθήματα θέλησης κι ανθρωπιάς. Κι αν έχεις φύλακα άγγελο, καθόλου δεν με απασχολεί. Η ζωή από την πρώτη μέρα αποφάσισε να σου πάρει τόσα. Ίσως με τα «θαύματα» λύνεται εν μέρει η αδικία της ύπαρξης. Καλό κουράγιο και να ακούς μόνο τη φωνή σου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News