Αρχοντική και τρυφερή, τη θυμάμαι να με ξεγελά για να με ταΐσει ή να με κοιμίσει λέγοντάς μου ιστορίες αληθινές. Η γιαγιά μου, η κυρά-Λένη η Μικρασιάτισσα από το Αδραμύττι, προτιμούσε αντί για παραμύθια να μου διηγείται γεγονότα από τους δύο διωγμούς που πέρασε, πώς γλίτωσαν από τους Τσέτες, πώς το καϊκάκι τους πέρασε απέναντι στη Μυτιλήνη με τη μάνα της να σκεπάζει τα μικρά με το ένα και μοναδικό σάλι που κατάφερε να πάρει μαζί της, πώς έφτιαξαν το νοικοκυριό τους στη Θεσσαλονίκη χάρη στις χρυσές λίρες που είχαν ραμμένες στα μεσοφόρια και τα ζωνάρια οι γονιοί της, πώς γύρισαν πίσω στις πατρίδες και στη συνέχεια αναγκάστηκαν πάλι να ξεριζωθούν, για πάντα όμως, το ’22. Συνέχιζε με διηγήσεις από τις κακουχίες στην Κατοχή, τον αγώνα της στην Εθνική Αντίσταση και τις θρυλικές ανιψιές της που ανέβηκαν αντάρτισσες στο βουνό στον Εμφύλιο. Είναι αδύνατον να υπολογίσω πόσες φορές άκουσα τις δεκάδες αυτές ιστορίες καθώς κάθε φορά προσέθετε κι ένα νέο στοιχείο, κάτι επιπλέον θυμόταν, κάπως άλλαζε τις λέξεις μαγεύοντάς με και καταφέρνοντάς με χωρίς να το καταλάβω να φάω την τελευταία μπουκιά και να κοιμηθώ στην αγκαλιά της.
Τις σπάνιες φορές που της αντιστεκόμουν και μόνο τότε επιστράτευε τους μύθους για τα στοιχειά. Τις όμορφες νεράιδες που ζούσαν στα ποτάμια και είχαν τις μορφές κοριτσιών που πέθαναν πολύ νέα. Κι ήταν τέτοια η ομορφιά τους και η καλοσύνη τους αλλά και τόσο αβάσταχτος ο πόνος των δικών τους ανθρώπων από τον χαμό τους που για παρηγοριά έγιναν νεράιδες και εμφανίζονταν σε αυτούς μόνο μόλις νύχτωνε, κάτω από τις γέφυρες. Και για τα άλλα τα στοιχειά μου έλεγε όμως. Που έπαιρναν διάφορες φανταστικές και τρομακτικές μορφές και συμβόλιζαν το ανεκπλήρωτο, το ανείπωτο, το ενοχλητικό, το άλυτο. Αυτό που δεν έχει κοπάσει αλλά το κρύβουμε μέχρι να εμφανιστεί σαν στοιχειό και να μας ανταριάσει. Αυτό που όσο δεν λυτρώνεται, συνεχίζει να μας κυνηγά. Εκεί απέδιδαν οι άνθρωποι την κακή τύχη ή τις συμφορές τους. Δεν τα ‘θελε καθόλου τα στοιχειά η κυρά-Λένη. Ούτε τα μεν, ούτε τα δε. Εικάζω πως για να με κάνει να μην τα συμπαθώ ούτε εγώ μου έλεγε τούτες τις ιστορίες στις οποίες, ωστόσο, παραδινόμουν τότε.
Όπως παραδίνομαι τώρα στη νοσταλγία μου για εκείνη. Πριν από τρία χρόνια τέτοιες μέρες, μας «αποχαιρέτησε». Μου άφησε το όνομά της, μακάρι έστω και τόση δα από τη χάρη της. Εδώ και δυο-τρεις μέρες μαζεύω φωτογραφίες, βίντεο, συνταγές, γιατροσόφια, καταγράφω λέξεις, χούγια, τραγούδια, νανουρίσματα και συμβουλές της κυρά-Λένης. Και γλυκόλογα. Αχ, αυτά τα κανακέματά της που είχαν μέσα τους όλη τη γλύκα του κόσμου. Αχ, αυτές οι μυρωδιές από το κουζινάκι της που συνόδευαν κάθε στιγμή μας. Αχ, γιαγιά μου, που με βούτηξες από μικρό στο θυμιατό σου και κράτησες μακριά μου τα στοιχειά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News