Είχε δύο φλουριά η βασιλόπιτα. Ένα νόμισμα παλιό, θολό κι ένα καινούργιο, αστραφτερό σαν το χαμόγελο. Τα κέρδισε και τα δύο. Δεν πίστευε στα μάτια του. Τα παράτησε πάνω στο τραπέζι και κάπνιζε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο.
Κέρδισε. Τα είχε χαμένα.
– Τι θα κάνω τώρα; Τι κάνουμε τώρα, ρε συ; Πώς να τα βγάλω πέρα;
– Είσαι τρελός; Τι λες;
– Παιδί μου, δεν βλέπεις τα σημάδια; Με κυνηγάει η τύχη μου.
– Ναι! Σε κυνηγάνε όλοι, σε κυνηγάει κι η τύχη σου.
– Μπορώ να τα γυρίσω πίσω;
– Δεν είσαι καλά, Πετρόπουλε. Τι εννοείς, να ξαναφτιάξουμε την πίτα;
– Ναι, και την πίτα ολόκληρη και τον Πετρόπουλο χορτάτο και ήσυχο. Να σου πω κάτι; Δεν τ' αντέχω εγώ αυτά. Άμα βλέπω καλό σημάδι, ξαστεριά το πρωί, καλή κουβέντα το βράδυ, κάτι με πιάνει. Ποτέ δεν μπόρεσα ν’ ανταποκριθώ στις προσδοκίες κανενός. Όταν ήμουν το φαβορί, πάντα έχανα. Ό,τι κέρδισα, το κέρδισα σαν αουτσάιντερ. Όταν διάβασα, δεν έγραψα. Είμαι άλλος τύπος. Πώς να σου το πω.
– Τι τύπος δηλαδή; Εδώ κέρδισες.
– Δεν θέλω την πίεση κι ας είναι κι απ’ την τύχη μου. Θέλω σιγά, σιγά κι από μακριά. Με το μαλακό. Να εμφανίζομαι εγώ στα πράγματα. Πάρ' το όπως θέλεις. Έτσι έχω συνηθίσει. Έτσι μ' αρέσει. Αυτό πάει πολύ.
– Ωραία! Κράτα το ένα. Ποιο θέλεις, το παλιό ή το καινούργιο;
– Με δουλεύεις; Και το άλλο;
– Θα το ρίξουμε στο πηγάδι. Δεν υπάρχει πρόβλημα, κάνουμε και μια ευχή. Λοιπόν! Το παλιό ή το καινούργιο;
– Τώρα πρέπει να διαλέξω;
– Ναι.
– Εσύ ποιο πιστεύεις ότι θα διαλέξω;
– Αν κρίνω απ' το κεφάλι σου, το παλιό.
– Γιατί το λες αυτό τώρα;
– Γιατί όλο στα ίδια και στα ίδια γυρνάς, ρε Πετρόπουλε.
– Και τι κακό έχουνε, δηλαδή, τα ίδια και τα ίδια; Και γιατί με παρασύρεις να διαλέξω; Θες να μου πεις κάτι; Εσύ, δηλαδή, ποιο θα διάλεγες;
– Την κολοκυθιά θα παίξουμε τώρα, Πετρόπουλε; Αλλά, τι περιμένεις; Γρουσουζιά και μόνο γρουσουζιά, ακόμη και τέτοια μέρα. Κοίτα, ρε, κάτι φίλους που έχω! Πάρε τη χαρά που σου φέρνει η στιγμή, δεν σκέφτεσαι, δεν καταλαβαίνεις πως όλο αυτό είναι αρρώστια; Πάρε τη χαρά στο στόμα, πάμε έξω να φάμε, να πιούμε, να γλεντήσουμε, να κεράσεις, να τη στεριώσεις την τύχη σου. Άντε! Μ’ αυτά και μ’ αυτά την έχεις στείλει στον έξω από δω. Την έχεις τρομάξει. Παιδί μου, θέλεις να στο πω πιο απλά; Όταν γκρινιάζεις πάνω στη χαρά, τη μαγαρίζεις. Αυτό είναι αμαρτία.
– Εσύ μιλάς ως αναμάρτητος; Που κάναμε αμάν κι αμάν ν’ αλλάξεις χρώμα στο πουκάμισό σου.
– Αμάν, αμάν, όμως άλλαξα. Γι’ αυτό ανησυχώ. Μη μου τα βάψεις πάλι μαύρα με τη γρουσουζιά σου.
– Να τελειώνουμε με τις εξυπνάδες. Εγώ σου λέω κάτι πολύ σοβαρό, κάτι πολύ προσωπικό κι εσύ μου κάνεις πλάκα. Εμένα μ' έχει πιάσει το στομάχι μου, μ’ έχει κόψει κρύος ιδρώτας. Είναι μεγάλη πρόκληση. Πώς να τους πάρω εγώ αυτούς τους δρόμους; Πού τους ξέρω; Πώς να σηκώσω εγώ τέτοιες ευθύνες;
– Α, ρε παραπονιάρη Πετρόπουλε! Μεγάλη καρδιά! Έχεις εμένα, μη φοβάσαι τίποτα, θα τα παίξουμε κορόνα-γράμματα. Το ένα εγώ και το άλλο εσύ. Το καλό τους και το δύσκολό τους μισό-μισό. Και θα σου χαρίσω και ένα χρωματιστό πουκάμισο!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News