Τον επισκέπτομαι στο δωμάτιο του ακίνητου χρόνου. Πάντα σπεύδω με θερμή διάθεση να βάλω «πρωί», στο απόγευμα διαρκείας που βιώνει. Για να είμαι ειλικρινής, λίγο πιέζω τον εαυτό μου για κάθε μου επίσκεψη. Με βαραίνει η ατμόσφαιρα ακόμα και ως σκέψη, αλλά εντέλει με κινητοποιεί, όταν νοητά βάζω τον εαυτό μου στη θέση του. Φορτώνομαι, λοιπόν, ένα σωρό καλούδια που νομίζω ότι θα του δώσουν χαρά. Ακούω τη φωνή του από το θυροτηλέφωνο. Με περιμένει στην ανοιχτή του πόρτα. Σπίθα πετάει το αγουροξυπνημένο βλέμμα του. Βγάζοντας πράγματα από σακούλες, όπως οι ταχυδακτυλουργοί των παιδικών μας χρόνων, σύντομα νιώθω ότι όλα τού είναι άχρηστα. Γιατί βρίσκω ανέγγιχτo ό,τι είχα φέρει την προηγούμενη φορά.
Δεν ξέρω, πια, τι του είναι χρήσιμο. Δεν είναι ο λιτός βίος του, είναι ο ακίνητος χρόνος, ο χωρίς σκοπό, που τον καταπίνει αργά αργά. Γύρω μας, όλα τα στοιχεία του ακίνητου βίου απλωμένα. Τα μαλλιά του, όπως στέκονται με ανάποδη φορά, σιδερωμένα από το μαξιλάρι διαρκείας. Τα ρούχα του, όπως στέκονται ακουμπισμένα επάνω του, σαν σε σκιάχτρα. Η τηλεόραση σε κάτι κανάλια που δεν γνωρίζεις την ύπαρξή τους. Που πουλάνε για ώρες και ώρες ένα περίεργο εργαλείο που ποτέ δεν θα σε ένοιαζε να ανακαλυφθεί. Το δωμάτιο έχει παντού χαρτάκια, με δυο, όλα κι όλα, τηλέφωνα ανάγκης. Κι ένα πανέμορφο παράθυρο που βλέπει ένα δέντρο με μια ευεργετική κινητικότητα πουλιών στα κλαδιά του.
Το βλέπει; Και γύρω, σπίτια πολλά και μπαλκόνια ακατοίκητα, με αντικείμενα που σου μεταφέρουν μια υποψία ανθρώπων, μια υποψία παιδιών, που όμως δεν βλέπεις. Κι αν κάποτε, κάποιον πετύχεις είναι τόσο γρήγορος, τόσο απασχολημένος. Κάτι αστραπιαία παίρνουν-κάτι αφήνουν. Πού να προλάβουν «Καλημέρα» οι σύγχρονοι; «Ευτυχώς έχεις ωραία θέα» του λέω, κάτι για να τον ενθαρρύνω, αλλά από το βλέμμα του συνειδητοποιώ ότι οι άνθρωποι ξεχνάνε να βλέπουν ότι είναι μπροστά στα μάτια τους.
Πολλές φορές σκέφτομαι ότι στα χωριά οι γέροντες πάντα έχουν κάτι να κάνουν. Κάπως να νιώσουν ότι υφίστανται, ότι κάποιος θα τους ρωτήσει κάτι, ακόμα και ένα βιαστικό αυτοκίνητο «Πού πάει αυτός ο δρόμος;» ή το αψυχολόγητο «Πόσων χρόνων είσαι παππού;», για ν’ απαντήσει με κρυφό καμάρι «Πόσο με κάνεις;». Ή ένα παιδί σε ένα ποδήλατο να τους τρομάξει ότι θα πέσει ή ένα καφενείο να τους δεχτεί για να βαριούνται δίπλα σε άλλους. Είναι κι αυτό μια παρηγορία. Ομως, τη μοναξιά της Αθήνας την κόβεις με το μαχαίρι. Μη σου τύχει να γεράσεις σε πρωτεύουσα.
Καθισμένη απέναντί του, παίρνω φόρα-δίνω φόρα σε μια κουβέντα, ό,τι και να’ ναι! «Κρύο σήμερα. Επιτέλους! Βαρέθηκα τη ζέστα». «Εχει κρύο;» με σακατεύει η ερώτηση. Μόνο στις αναμνήσεις έχει θερμή συμμετοχή. Κι ας λέμε τα ίδια και τα ίδια. Μου φέρνει στη μνήμη κάτι που άκουσα από ηλικιωμένη. «Παιδί μου, το σινεμά των ηλικιωμένων είναι οι αναμνήσεις τους». Ας πούμε λοιπόν, ότι τον συνοδεύω στο «σινεμά» του.
Στο δωμάτιο του ακίνητου χρόνου σπρώχνω όσο μπορώ, όπως μπορώ, τη ζωή να μπει. Φιλότιμα. Εντέλει αναποτελεσματικά. Τόσο, που δεν περνάει η ώρα με τίποτα! Λες και ένα τέρας σπρώχνει από αντίθετη κατεύθυνση και με νικάει. Παραδίδομαι! Στερεύει κάθε μου προσπάθεια. Εξαντλούνται! Υστερα από λίγο με βουρλίζει μια ασίγαστη τάση φυγής. Δεν είναι ότι θέλω να φύγω, είναι ότι κοιτώντας τον, θέλω να προλάβω.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News