367
|

Τα απαραίτητα

Θοδωρής Γκόνης Θοδωρής Γκόνης 29 Σεπτεμβρίου 2013, 00:27

Τα απαραίτητα

Θοδωρής Γκόνης Θοδωρής Γκόνης 29 Σεπτεμβρίου 2013, 00:27

Τον Σεπτέμβριο είμαι κεραμίδι σπασμένο, τσακισμένο, σκασμένο, κομματιασμένο, μετατοπισμένο, πεσμένο, διαλυμένο.
Ο καβαλάρης μου, ο κορφιάς μου, το κορφινό μου κεραμίδι, το θάρρος μου, η αντοχή μου, ο Κολοφώνας μου, ο ακροκέραμος, το τζάμι, το μάτι του φεγγίτη, το φουγάρο, η καμινάδα μου, κομμάτια και θρύψαλα.
Το κουρασάνι, αυτό που δένει, στερεώνει την κορυφή μου, τη ψυχή μου, τα μέσα μου, το κουράγιο μου, σκόνη, καπνός, στάχτη και σύννεφο. Χώμα.

Όλο το καλοκαίρι κλωτσούσανε, χτυπούσανε, παίζανε το τόπι τους πάνω μου, στο κορμί μου, στη στέγη μου, βάζανε σημάδι τον κόκορά μου, τον ανεμοδείχτη μου, βοσκούσανε τα ζωντανά τους στη ράχη μου, τη δίριχτη σκεπή μου, πετούσανε τα άχρηστα, τα άδεια, τα σκισμένα, τα μασημένα, τα ληγμένα, τα σάπια, τα πιωμένα, τα νεκρά, τα ψόφια, τα τελειωμένα, λόγια, πέτρες, κοτρόνια και γυαλιά μες στο φωταγωγό μου, τα σκουπίδια τους.
Τα παράθυρα, οι πόρτες, τα κουφώματα, οι κορνίζες, τα πεζούλια, οι ποδιές, χάσκανε, μπάζανε από παντού. Τις νύχτες άγνωστοι έρχονταν, τρυπώνανε, στρώνανε τα κουρέλια τους και τα χαράματα αναχωρούσαν βρωμίζοντας, λερώνοντας τα πάντα.  
Τα λούκια, ο ντερές, η υδρορροή, όλα βγαλμένα, ξεχαρβαλωμένα, όλα έρημα παρατημένα, πατημένα, σκοτεινά και ο χειμώνας, το χιόνι, το κρύο, η βροχή να έρχονται, να φτάνουν. Τα χρόνια, ο καιρός. Ο φόβος. Να στάζουν.
  
Όμως Όχι. Όχι εκατό φορές. Είμαι Σεπτέμβριος, κεραμιδάς, μάστορας, φύλακας, Λαγκαδινός πετράς. 

Έρχομαι, κουβαλάω, φέρνω στον ώμο μου το θάρρος, το μολύβι, το τετράδιο, τη σκάλα, το σκαρπέλο, τη σοφία, το καπέλο, το κουτί, το σάκο με τα εργαλεία, το κολατσιό, το γέλιο, το τραγούδι, το τρυπάνι, το δράπανο, το μείγμα, το νερό, το κουρασάνι, το κονίαμα, το κεραμίδι το βυζαντινό. Ρόδακες και δικέφαλο αετό.
Εδώ. Είμαι εδώ.
Η σφήνα, η λάμα, το κοπίδι, το ροκάνι, το σχοινί, το πιάσιμο, το ανέβασμα, το μερεμέτι, το μεράκι, το σβήσιμο, το γράψιμο, το ξήλωμα, το ράψιμο – το μη φοβάσαι, μην αγωνιάς και μην αγχώνεσαι.
Είμαι Σεπτέμβριος, πατέρας μου και γιος μου. 

Ξεκινάω ξανά, λέω τη προσευχή, δένω μαντίλι, τα λόγια σκάβω, την προγονική τη συμβουλή:
«τα απαραίτητα να γίνουνε οπωσδήποτε, τα επείγοντα, τα άλλα όχι, θα περιμένουμε, αργότερα, να μην ανοίγουμε δουλειές, να μην χρονίζουμε και μας προλάβει ανοιχτούς από παντού ο χειμώνας, ο χιονιάς, που είναι ύπουλος, κακούργος και φονιάς».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News