Εντάξει, υπερβάλλω. Ήταν μόλις είκοσι εννιά χρόνια συμπληρωμένα. Με τον Μάρκο είχαμε να ιδωθούμε από τα πρώτα μας χρόνια στο Χημικό, από το 1984-1985 δηλαδή. Τον Ιούνιο του 2014 ο κοινός μας συμφοιτητής, ο Παναγιώτης, μου είπε ότι ο Μάρκος ζούσε στο Εδιμβούργο. Μου έδωσε και το e-mail address του, βλέπετε εμείς οι παλιοί δεν επικοινωνούμε μέσω φατσοβιβλίου (facebook), τουλάχιστον όχι ως πρώτη επιλογή. Του έστειλα mail. Η αντίδρασή του ήταν ακαριαία. Όταν έρθεις (όχι «αν έρθεις»), θα μου πεις να κανονίσω. Πήγα στο Εδιμβούργο πρόσφατα. Το ταξίδι δεν προσφερόταν για διασκέδαση. Συναισθηματικά ήμουν σφιγμένος, αλλά όφειλα να δείχνω ότι ήμουν άνετος, χαρούμενος και αισιόδοξος. Δύσκολο.
Ο Μάρκος ήταν κάθετος. «Θα έρθω να σας πάρω από το αεροδρόμιο».
«Μα δεν είναι ανάγκη, θα πάρω ταξί, συγκοινωνία».
«Ούτε λόγος».
Έμεινα να αναρωτιέμαι για το πώς θα τον αναγνωρίσω, 30 χρόνια είναι αυτά, άλλο να είμαστε 18, άλλο 48 ετών. Με περίμενε στο λεγόμενο drop off point. Με γνήσια ελληνική ευρεσιτεχνία είχε βρει τον τρόπο να μην πληρώνει το απαράδεκτο ποσόν των 5 λιρών για 10 λεπτά αναμονή. Γνωριστήκαμε αμέσως. Αγκαλιές, φιλιά. Ο δεκαεννιάχρονος γιος μου κοίταγε απορημένος. Εγώ πάλι, ένιωσα ξανά 18 ετών. Είχε και τρελό ήλιο στο Εδιμβούργο εκείνο το απόγευμα. «Πάμε για μπύρες πριν αλλάξει γνώμη ο ήλιος». «Φύγαμε». Έτσι έμαθα ότι το Εδιμβούργο έχει τη «Βουλιαγμένη» του. Δικαίως αποκαλείται «Αθήνα του Βορρά», και όχι μόνον λόγω των νεοκλασικών κτιρίων του.
«Το Σάββατο ό,τι και να γίνει θα είμαστε μαζί», δήλωσε ο Μάρκος. «Μα, έχεις και τη γυναίκα σου και τα τρία σου παιδιά», τόλμησα να υπενθυμίσω. Στο κενό η επιχειρηματολογία μου. Το Σάββατο το πρωί κάναμε όλες τις δικές μου δουλειές, μετά μας τραπέζωσε στο σπίτι του, το απόγευμα πήγαμε στο φεστιβάλ των γεφυρών, ενώ το βράδυ κάναμε «Edinburgh by night». Φυσικά όταν ήρθε η ώρα του λογαριασμού γίναμε θέαμα στο εστιατόριο. Τα επιχειρήματα συντριπτικά εκατέρωθεν:
«Μα θα κεράσεις στην πόλη μου;»
«Μα δεν φτάνει που σε κρατώ μακριά από τους δικούς σου σαββατιάτικα;»
Όταν πίναμε τις τελευταίες μπύρες μας στην υπέροχη (γαλλικής (!!) διακόσμησης) παμπ «Café Royal», σκεφτόμουν ποιο είναι εκείνο το μακρινό, αλλά ισχυρό νήμα που κρατάει μια φιλία τριάντα χρόνια; Τι είναι αυτό που απελευθερώνει σε όλους μας τον «Μάρκο», που θα σκιστεί για τον παλιό συμμαθητή του ή συμφοιτητή του; Ποια αταβιστική γραμμή είναι αυτή που μου δημιουργεί τη βεβαιότητα, πως ό,τι και να συμβεί στο Εδιμβούργο, η οικογένειά μου θα κοιμάται ήσυχη; Είναι μήπως η ίδια γραμμή που κρατάει ενωμένες τις παρέες στην πατρίδα μας, που μας κάνει να στηριζόμαστε στους ανθρώπους μας, ενώ είμαστε στη χειρότερη οικονομική κατάσταση την οποία θυμόμαστε οι περισσότεροι; Είναι αυτή η αίσθηση της υποστήριξης που προκύπτει, όταν φθάσουμε στο μη περαιτέρω;
Πάντως ό,τι και να είναι Μάρκο, θα σε περιμένουμε με όλη σου την οικογένεια στην Αθήνα. Α, και οι άλλοι ξενιτεμένοι του Χημικού, μην περάσετε τράνζιτ την επόμενη φορά για τα νησιά σας! Εντάξει Θανάση, Βάντα και λοιποί; Ξέρετε εσείς.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News