«Συγκρατημένη απελπισία. Ακριβώς όπως είχα συγκρατημένη αισιοδοξία όταν οι περισσότεροι ζούσαν το αμερικάνικο όνειρό τους, έτσι και τώρα έχω συγκρατημένη απελπισία». Λόγια γνωστού, Παρασκευή βράδυ σ΄ ένα μικρό θέατρο στο Μεταξουργείο. Την κάνει την βόλτα του στο μπαλκόνι αλλά δεν φτάνει στην άκρη. Ένα τσιγάρο και πάλι πίσω. Μία μονάδα που αλλάζει πρόσημο. Μία το συν, μία το πλην. Αλλά μονάδα. Ούτε δέκα, ούτε μηδέν. Ένας άνθρωπος. Τα πόδια στο χώμα, τα χέρια στα σύννεφα, ό,τι βόλτες καταφέρουν να κάνουν τα κλαδιά.
Κάποιες φορές φεύγεις- μακριά νομίζεις- πιστεύεις πως γλίτωσες για πάντα, σαν έρωτας πρώτων ημερών, δεν πιστεύεις την τύχη σου, δεν αντέχεις τόση ευλογία, γίνεσαι Θεός, και ξαφνικά κάποιος σε πετυχαίνει στην φτέρνα. Πάλι πίσω. Πάλι κάτω. Μετά, τρως χώμα. Λες «γιατί εγώ; γιατί σε εμένα;» Το πρωί, εκείνη σου έχει γράψει πάλι με κραγιόν στον καθρέφτη τού μπάνιου: «Και αυτό θα περάσει!». Της στέλνεις μήνυμα στο κινητό: «Μου έχεις γαμήσει όλους τους καθρέφτες! Σταμάτα να βλέπεις μαλακισμένες αμερικάνικες ταινίες και να ξεσηκώνεις ιδέες!»
Σκεπτικιστής στην χαρά, συγκρατημένος στην απελπισία. Σαν κατάρα ακούγεται. Θα μου πεις, στις γιορτές δεν μεθάς, στις κηδείες δεν θρηνείς, τι σκατά ήρθες να κάνεις εδώ; Δεν ξέρω, ειλικρινά. Η κατάρα να βλέπεις πάντα την μεγάλη εικόνα. Εκείνο το «ζωή-θάνατος» και ενδιάμεσα κάτι σπίθες αιωνιότητας που δεν με ψήνουν γαμώτο και πριν καν αρχίσει κάτι, περνάει από μπροστά μου η μαύρη κορδέλα που γράφει «για πόσο ακόμα;».
Δεν έχω βιώσει θριάμβους, μόνο κάτι χαρούλες. Ορισμένες από αυτές άξιζαν περισσότερη εξωστρέφεια και γλέντι. Δεν τους τα χάρισα. Δεν απελπίζομαι εύκολα, αν και δεν βλέπω το παραμικρό φως για την Ελλαδίτσα μας. Για πολλά χρόνια. Όμως είμαι καλά. Ίσως για πρώτη φορά μου βγει σε καλό εκείνο το «εκ φύσεως συγκρατημένος». Αλλά κάποια στιγμή πρέπει να δώσω και μια πειστική απάντηση- κυρίως στον εαυτό μου- σε εκείνη την ερώτηση «Ε, τότε τι σκατά ήρθες να κάνεις εδώ;»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News