616
|

Σχεδόν Παρασκευή

Οδυσσέας Ιωάννου Οδυσσέας Ιωάννου 3 Δεκεμβρίου 2012, 06:26

Σχεδόν Παρασκευή

Οδυσσέας Ιωάννου Οδυσσέας Ιωάννου 3 Δεκεμβρίου 2012, 06:26

Κάθε εβδομάδα μπαίνω σπίτι με μία τσάντα μανταρίνια. Χρόνια τώρα. Από την μανταρινιά στο πατρικό μου. Δίνει και δίνει και τελειωμό δεν έχει. Πρέπει να κάνει πάνω από πενήντα κιλά. Είχα να την δω χρόνια, να της μιλήσω. Είναι στο πίσω μέρος του σπιτιού και δεν πατάω πια από εκεί.
     
Προχθές πέρασα πάλι, έκανα να φύγω και τσουπ, πάρε άλλη μία τσάντα… “Έλα να την δεις” μου είπε η μητέρα μου. Δεν την θυμόμουν τόσο όμορφη. Ένα υπέροχο δέντρο, σε έναν κηπάκο πέντε επί πέντε, ξέρεις, εκεί που ενώνονται τρεις ακάλυπτοι και δημιουργούν κάτι ακατάληπτο. Λίγο χώμα και πρασινάδα αγκαλιά με το οπλισμένο σκυρόδεμα. Σαν υπόμνηση ζωής και γύρω γύρω τοίχος. Κάτι σαν sex σε χαράκωμα…
      
“Σου έχω πει ποτέ την ιστορία αυτής της μανταρινιάς;”

Άσε μας ρε μάνα που έχει και ιστορία η μανταρινιά! Κοίτα μην σκαρφιστείς πάλι καμιά μούφα ιστορία πασαλειμμένη με μασίφ στόμφους από σήριαλ.
   
Ήταν λοιπόν, περίπου, το 1981. Εκείνες τις μέρες φεύγαμε από την Κεφαλληνίας και πηγαίναμε οικογενειακώς Ηλιούπολη. 

Ένα πρωί, κάπου κοντά στο Ρουφ, πλησιάζει την μητέρα μου ένας γεράκος και της χώνει στην μούρη μια μανταρινιά γάλακτος, βρέφος. Πάρτην και όταν μετά από χρόνια θα τρως από αυτήν μανταρίνια, θα με θυμάσαι. Η μητέρα μου αρνήθηκε  στην αρχή να αγοράσει ένα δεντράκι στα καλά καθούμενα στην μέση της λεωφόρου αλλά ο παππούς επέμενε. Δεν ξέρεις για τι μανταρινιά μιλάμε, πάρτην σου λέω, και όταν εγώ θα έχω πεθάνει εσύ θα τρως τα γλυκύτερα μανταρίνα. Πιέστηκε, την αγόρασε. Πήγε στην στάση, δεν την έβαζαν στο λεωφορείο, που το πας αυτό κυρά μου, τι το πέρασες εδώ; Ήταν και ώρα αιχμής. Περίμενε μέχρι να περάσει κάποιο πιο άδειο λεωφορείο, παρακάλεσε τον οδηγό, την άφησε να ανέβει.
      
Δεν ξέρω γιατί διάλεξε την μητέρα μου. Ούτε για ποιο λόγο επέμενε και πού το ήξερε πως υπήρχε καινούργιος παρθένος κηπάκος που περίμενε έναν κάποιο σχεδιασμό…
        
Επειδή οι ομοιότητες με τον μαγική φασολιά του Τζακ είναι εμφανείς, θα περιμένω μερικά χρονάκια μπας και με βγάλει στην χήνα με τα χρυσά αυγά. Δίχως υψηλές προσδοκίες, γιατί ξέρω πως αυτή είναι η ιστορία όπως θα ήθελε να έχει συμβεί, η μητέρα μου.

Γιατί πώς να ξεχάσω ότι είδε την Αγία Παρασκευή στον ύπνο της πριν με γεννήσει και αφού έκανε σκληρό παζάρι μαζί της πως δεν θα με βαφτίσει Παρασκευά αλλά Οδυσσέα, σαν τον πατέρα της που δεν γνώρισε, με γέννησε τελικά με τεράστιες δυσκολίες και με έταξε στην Αγία Παρασκευή και για να με βάλει κι εμένα στην ζάλη του μεταφυσικού της λούνα παρκ με ρώταγε όταν την αμφισβητούσα πώς το εξηγώ ότι γεννήθηκα και Παρασκευή, κι εγώ το βούλωνα, μέχρι που κάποια μέρα, καθώς ξυνόμουν επάνω από το κομπιούτερ, πάτησα για πλάκα το 5 Ιανουαρίου 1967 και μου το έβγαλε Πέμπτη!!!
    
Όταν της το είπα –τι κωλόπαιδο είμαι κι εγώ, ε;- μου απάντησε ατάραχη “Πέμπτη 9 η ώρα το βράδυ παιδί μου, σχεδόν Παρασκευή!”
    
Ναι, σχεδόν Παρασκευή. Η αλήθεια είναι ότι μου άρεσε να πιστεύω πως κάτι ιδιαίτερο έπαιζε γύρω από την γέννησή μου. Ξέρεις, προορισμένος για κάτι σημαντικό και τα ρέστα. Κατέβηκαν οι Θεοί, τσακώθηκαν με τους ανθρώπους για πάρτη μου, με δικεδικούσαν όλοι –το παραμύθι ολοκληρώθηκε όταν έμαθα πως μία από τις ετυμολογίες του Οδυσσέας είναι εκείνος με τον οποίο είναι τσαντισμένοι οι Θεοί- και ξεμύτησα σε αυτόν τον κόσμο για να παίξω το αντίπαλο δέος στο μωρό της Ρόζμαρυ.

Γαμώ! το είχα σκεφτεί!
   
Διαβάζοντας το κείμενο μου στο protagon της προηγούμενης Δευτέρας, σκέφτομαι πως η μητέρα μου δεν έκανε τίποτα περισσότερο από αυτό που ζητούσα. “Μαγέψτε μας!”. Εγώ φταίω που σκάλισα την ημερομηνία στο κομπιούτερ. Δεν μου φταίει κανένας.

Αλλά να, αλλιώς είναι να ζεις σαν Παρασκευή και αλλιώς σαν σχεδόν Παρασκευή…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News