Καθόταν στην καρέκλα του γραφείου της. Περιστρεφόταν. Την παρακολουθούσε, αυτή βαφόταν. Του το ‘χε απαγορεύσει. Δεν θέλω να με κοιτάς, του φώναζε και γύριζε την πλάτη της. Εκείνο το βράδυ ήταν αλλιώς. Τον άφησε. Το βλέμμα του ήταν αποστασιοποιημένο. Παρατηρούσε μόνο τις κινήσεις της για να σπάσει τη σκέψη του. Δεν συζητούσαν, δεν αγγίζονταν, συσκέπτονταν.
Διαπερνούσε η σιωπή το ταβάνι. Κανείς τους δεν ήταν εκεί. Είχαν πάει να συναντήσουν ο ένας τις σκέψεις του άλλου. Σε άλλο μέρος. Που υπήρχε στις αναμνήσεις του πρώιμου καλοκαιριού. Στις αναμνήσεις του μέλλοντος. Που υπήρχε στο μισοβαμμένο βλέμμα της και στο θλιμμένο δικό του. Στο μέρος που δεν θα τους περίμενε κανείς και θα βαφόταν για κείνον. Που την ήθελε άβαφη. Στη νύχτα του μικρού τριζονιού. Που κατακυρώνει το νόμιμο του ανέλπιστου.
Τον σήκωσε μαλακά από την πολυθρόνα και κάθισε εκείνη. Ήθελε να του μιλήσει, να βάλει στη γλώσσα της τον νου. Δεν ήξερε τον τρόπο. Ένιωθε ότι ο χρόνος κυλούσε αντίστροφα, το κλείσιμο της πόρτας, ο θάνατος.
Έκανε την πατούσα της μοχλό και πήγε κοντά του. Ήταν όρθιος, τον κοίταξε. Δεν σηκώθηκε, η υψομετρική απόσταση, εικόνα παράκλησης. Σήκωσέ με ψηλά, πάρε με.
Διάβασε πάλι στη στιγμή την απώλεια. Την ήξερε, χρυσά μαλλιά που χάνονται αργά στο βάθος του δρόμου. Γύρισε την εικόνα ανάποδα. Γονάτισε βουβά στα πόδια της και έγινε αυτός ο ικέτης. Ανεπίδοτη εξομολόγηση. Ακούμπησε το πρόσωπό του στο στήθος της. Ό,τι και να γίνει κράτα μου αυτή τη θέση. Αυτή τη στάση. Έστω κράτα την ανάσα της στιγμής. Στο γύρισμα της πολυθρόνας. Στο γύρισμα της εποχής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News