Σαν να σπρώχνεις με τα χέρια το σκοτάδι. Με κρατημένη αναπνοή, να προσπαθείς να βγεις πάλι στον αέρα σε πενήντα δευτερόλεπτα, τόσο αντέχεις. Να μάθεις να προσπερνάς. Για να καταφέρεις να βγεις εκεί που σε περιμένουν οι δικοί σου άνθρωποι. Αν σε κάθε σου βήμα στήνεις και μια μάχη θα φτάσεις καθυστερημένος και χωρίς αίμα στο γιορτινό τραπέζι. Θα λες πως έκανες το χρέος σου αλλά δεν ξέρω αν το χρέος σου είναι να γίνεις μια «περήφανη απουσία». Να σε θυμούνται τα παιδιά σου σαν έναν ανυποχώρητο μαχητή αλλά μόνο να σε θυμούνται, να μην σε έχουν. Είναι τόσο λεπτή η γραμμή που χωρίζει τον εγωισμό από τον αλτρουισμό, το να αλλάξεις τον κόσμο από το να λείπεις από την επόμενη σαχλαμάρα που θα κλονίσει το σπίτι από τα γέλια.
Από την άλλη βέβαια, μόνο όταν είσαι τίμιος με τον εαυτό σου, είναι καθαρό το γέλιο σου και νόστιμο το χάδι σου. Αλλιώς είναι γλυφά και τα δύο. Και κάπου εκεί ανάμεσα, πρέπει να στήσεις ζωή. Να σηκώνεις από κάτω τις λέξεις, τα πεταμένα γάντια και να δέχεσαι την πρόκληση, αλλά να κρατιέσαι και τρυφερός, ήρεμος για τους δικούς σου, όχι μια αγκαλιά σε αναστολή. Δεν μπορείς να ζεις συνέχεια με το σπαθί στο χέρι, πρέπει να μάθεις να προσπερνάς. Ακούγεται φυγομαχία, μπορεί και να είναι, όμως το ξόδεμά σου σε διαλόγους που γίνονται σε μια γλώσσα που δεν γνωρίζεις, είναι σπαταλημένο νερό. Και το νερό δεν είναι ανεξάντλητο. Τρέχει εκεί από όπου πίνει το κουράγιο σου, εκεί που ποτίζονται οι γλάστρες στο μπαλκόνι σου, που γεμίζει η μικρή το νεροπίστολο, εκεί που ξεπλένεις τον ιδρώτα σου από τον έρωτα με την γυναίκα της ζωής σου. Αυτά που αν τα χάσεις από δίψα, δεν θα έχει μείνει για σένα κόσμος να αλλάξεις.
ΥΓ.: Αυτό το κειμενάκι προέκυψε όταν ξεκίνησα να γράφω κάτι άλλο για την κυρία Μπακογιάννη. Τη ρωτάει η Τσαπανίδου για τον φόρο υπεραξίας και η βουλευτής απαντάει «υπάρχουν άνθρωποι που μέσα στην απελπισία τους βρήκαν να πουλήσουν (κοψοχρονιά) το σπίτι τους για να πληρώσουν την εφορία, να μην πάνε φυλακή και δεν μπορούν λόγω του νόμου της υπεραξίας που δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί. Πρέπει να απελευθερωθεί η αγορά για να μπορέσει ο κόσμος να πουλήσει το σπίτι του και να πληρώσει τα χρέη του!». Για την απελπισία, την τιμή, τη φυλακή, τη χαμένη ζωή, ούτε λόγος, το προσπέρασε. Πώς μπορεί ένας πολιτικός, τόσο ενεργός επί δεκαετίες σε κεντρικές θέσεις εξουσίας, τόσο συμμέτοχος, να προσπερνά έτσι την φράση «άνθρωποι σε απελπισία»; Έσβησα το κείμενο, δεν έχει νόημα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News