Στο μουσικό πλανήτη από όπου μας προσγειώθηκαν οι Smokey Banditsακούν από το πρωί ως το βράδυ Καλέξικο, Γκόταν Πρότζεκτ και Μπρέγκοβιτς, χορεύουν τανγκό «με γαρύφαλλο στο αυτί και πονηριά στο μάτι» και βλέπουν τη μία πάνω στην άλλη τις ταινίες του Γκάι Ρίτσι, του Πέδρο Αλμοδόβαρ, του Κουέντιν Ταραντίνο, του Ντάνι Μπόιλ και του Λάμπρου Κωνσταντάρα τρώγοντας νάτσος με τζατζίκι. Μετά από ένα αλλόκοτο δίωρο μαζί με τους δύο εμπνευστές της δεκατετραμελούς μπάντας δεν κατέληξα ακόμη στο τι μου αρέσει περισσότερο: η μουσική ή η ιστορία τους.
Οι Smokey Bandits, δηλαδή ο Δημήτρης Νάσιος και ο Γιώργος Φωτιάδης δεν είχαν μιλήσει ποτέ. Μελετούσε ωστόσο ο ένας τη μουσική του άλλου μέσα από τις δεκάδες κυκλοφορίες και των δύο σε δισκογραφικές εταιρίες της Ελλάδας και του εξωτερικού. Πριν τρία χρόνια ο Αθηναίος Δημήτρης σε μια στιγμή εσωτερικού κοχλασμού παίρνει το αυτοκίνητο του, φτάνει στη Θεσσαλονίκη και απαγάγει τον Γιώργο που για χρόνια βρισκόταν κλεισμένος σε ένα υπόγειο στα δυτικά της πόλης δουλεύοντας τη μουσική του. Μέχρι τότε οι ζωές τους δεν είχαν κανένα σημείο τομής. Εκτός από τη μουσική.
Ο Δημήτρης μέχρι τα δέκα του χρόνια ζει στο Λονδίνο, στη συνέχεια μετακομίζει με την οικογένεια του στην Αθήνα όπου από τα δεκαπέντε του δουλεύει σκληρά πουλώντας και επισκευάζοντας σκάφη. Δεν υπάρχει στιγμή της ζωής του από την οποία να λείπει η μουσική. Είχε αρχίσει όμως να νιώθει «πολύ Αθηναίος», δηλαδή συνεχώς πηγμένος και σε ένα μόνιμο τρέξιμο που συχνά του φαινόταν μάταιο. Όλα μέσα του φώναζαν «κάντο τώρα», κι ήταν η ίδια συμβουλή από την αγαπημένη ψυχολόγο και νονά του που έδεσε τη συμφωνία με τον εαυτό του να αφοσιωθεί σε ένα μουσικό πρότζεκτ.
Ο Γιώργος, γέννημα θρέμμα Νεαπολίτης, από τη φύση του πιο εσωστρεφής, επέλεξε να μην απατήσει ποτέ τη μουσική για χάρη άλλης δουλειάς. Από τη δική του απομόνωση στο υπόγειο ξέφευγε μόνο για να παίξει μουσική στο «Θερμαϊκό» ή σε κάποιο άλλο μπαρ της Θεσσαλονίκης. «Φαγωνόμουν να βγω από το υπόγειο. Μου την είχε δώσει και η μιζεροκατάσταση στα μουσικά πράγματα της πόλης και δεν χρειάστηκε να σκεφτώ πολύ την πρόταση του Δημήτρη».
Ακολούθησαν δύο χρόνια μουσικής κι όχι μόνο συμβίωσης καθώς κλείστηκαν στο στούντιο, έγραφαν, έσβηναν, πρόσθεταν και αφαιρούσαν. Ξεμύτιζαν μόνο για να ταξιδέψουν σε διάφορες γωνιές της Ελλάδας προκειμένου να ηχογραφήσουν κάποιον από τους δεκάδες μουσικούς και οργανοπαίκτες που συμμετέχουν στο Smokey Bandits project. Ήθελαν τα πάντα σε αυτό το πρώτο άλμπουμ που κυκλοφορεί σήμερα υπό τον τίτλο «Debut» από την klik recordsνα έχουν λόγο ύπαρξης, να μην περισσεύει τίποτα. Ήθελαν να κλέψουν την ατμόσφαιρα των δεκαετιών ΄50 -΄70 και να τη φέρουν, με δούρειο ίππο την ηλεκτρονική μουσική, στο σήμερα ώστε οι πιτσιρικάδες να την απολαμβάνουν στο σούπερ σαμπγούφερ τους και ταυτόχρονα το αποτέλεσμα να είναι διαχρονικό και επίκαιρο.
Όπως υποδηλώνει το όνομά τους, εκτός από λάτρεις της ταινίας του 1977, «Smokey and the Bandit», είναι «ληστές» της εποχής αλλά και «καπνισμένοι» αφού όσο δούλευαν τον δίσκο όποιος έμπαινε στο στούντιο δεν παρέλειπε να σχολιάσει «too much smoke in here»! Καθένα από τα 13 κομμάτια του δίσκου αφηγείται μια ιστορία. Του τσιγγάνικου πάθους, του βαλκανικού πανηγυριού, της μεξικάνικης σιέστα, μιας μάχης στο φαρ ουέστ, μιας ισοπεδωτικής απώλειας που σηματοδοτεί επικά μια νέα αρχή.
Σήμερα, ο Δημήτρης που παραμένει στην Αθήνα χωρίς να είναι το ίδιο «Αθηναίος» και ο Γιώργος που ζει μόνιμα πια στην Κολωνία και κάνει κάθε εβδομάδα το γύρο της Ευρώπης παίζοντας μουσική σε μεγάλα κλαμπ και φεστιβάλ, αισθάνονται ότι άξιζε τον κόπο. Οι αρχικές αντιδράσεις των γονιών τους, η σπαρτιάτικη ζωή που επέλεξαν για δυο χρόνια, τα κορίτσια που έφυγαν γιατί ζήλευαν την αφοσίωσή τους στη μουσική, ήταν τα εμπόδια και οι θυσίες τους. Και δεν το μετανιώνουν καθόλου. Άλλωστε τώρα θα το μετανιώσουν που όπως λέει ο Γιώργος και σκάει στα γέλια ο Δημήτρης «την πήρανε χαμπάρι με τους Smokey Bandits»;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News