1606
|

Σημαίες και Μουλάρια

Avatar Αγλαΐα Κρεμέζη 5 Οκτωβρίου 2010, 07:27

Σημαίες και Μουλάρια

Avatar Αγλαΐα Κρεμέζη 5 Οκτωβρίου 2010, 07:27

Εντυπώσεις και σκέψεις από τη συμμετοχή μου –ως αξεσουάρ- σε πολυτελή κρουαζιέρα, στη Μεσόγειο.

Ποτέ δεν είχα επιθυμήσει να πάρω μέρος σε πολυήμερη κρουαζιέρα. Είχα την εντύπωση πως κρουαζιέρες πάνε κυρίες –και κάποιοι κύριοι- «μεταξύ ογδόντα και θανάτου» που έλεγε και ο Μαρίνος. Την εντύπωσή μου βάσιζα στην πληθώρα Αμερικανών σε αναπηρικές καρέκλες που συναντώ στο αεροπλάνο, κάθε φορά που πετάω για Νέα Υόρκη. Όσες φορές ρώτησα πώς και αποφάσισαν να κάνουν τουρισμό στη Ελλάδα τόσοι προφανώς εύποροι άνθρωποι με σοβαρά κινητικά προβλήματα –ως γνωστόν η χώρα μας κάθε άλλο παρά εύκολη για ανθρώπους που δεν περπατάνε είναι — έπαιρνα την απάντηση πως είχαν έρθει κρουαζιέρα. Όταν, λοιπόν, με προσκάλεσαν πέρσι να δώσω δύο διαλέξεις σε κρουαζιέρα, το ανέβαλα και είπα «ίσως του χρόνου». Και καπάκι μου πρότειναν να πάω στη φετινή Φθινοπωρινή Crystal Cruise της Μεσογείου, και με βαριά καρδιά, δέχτηκα. Το είδα κάπως σαν δουλειά, σαν ευκαιρία να προβάλλω τα μαθήματα μαγειρικής μας, και ίσως να πουλήσω κάποια από τα αμερικάνικα βιβλία μου. Ούτε μου πέρασε από το μυαλό πως θα το διασκέδαζα.

Δεν ξέρω πώς είναι οι άλλες κρουαζιέρες, αλλά σε αυτή που πήγα δεν υπήρχε κανείς σε αναπηρική καρέκλα κι οι περισσότεροι από τους περίπου 1000 συμμετέχοντες -Αμερικανοί, Γιαπωνέζοι και άλλοι Ασιάτες, Ρώσοι, Βενεζουελιανοί κλπ- ήταν νεώτεροι ή το πολύ συνομήλικοί μου και είχαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία πάρει μέρος σε τουλάχιστον άλλες δύο κρουαζιέρες της ίδιας εταιρίας (!) Σύντομα κατάλαβα το γιατί. Τα τεράστια αυτά κρουαζιερόπλοια, που μοιάζουν με πλωτές πολυκατοικίες, είναι στην ουσία κινούμενα ξενοδοχεία με τα εστιατόριά τους, σινεμά, καμπαρέ και μαγαζιά, όπου σε φροντίζουν νυχθημερόν και σε ταξιδεύουν σε πολλά και διάφορα ενδιαφέροντα μέρη τα οποία επισκέπτεσαι χωρίς να έχεις το μπελά να κλείνεις και να ανοίγεις βαλίτσες, να περιμένεις σε αεροδρόμια, να ψάχνεις ταξί κλπ. Για τους εύπορους ταξιδιώτες που θέλουν να γυρίσουν τον κόσμο, η λύση της κρουαζιέρας είναι ιδανική και μάλλον συμφέρουσα:
Η 12ήμερη «βόλτα» από Κωνσταντινούπολη μέχρι Βαρκελώνη, με οκτώ σταθμούς, κόστιζε κάπου 7.000 δολάρια το ζευγάρι (για δωμάτιο με βεράντα) και περιλάμβανε όλα τα φαγητά –αλλά όχι αλκοολούχα ποτά. Ξεκινήσαμε βράδυ Κυριακής από την Κωνσταντινούπολη, όπου είχα φτάσει νωρίς το πρωί και πέρασα μια αξέχαστη βροχερή μέρα (δείτε το προηγούμενο κομμάτι μου) με τη Μαριάννα Γερασίμου και τον αξεπέραστο Musa Dagdaviren . Ήταν τόσο συγκλονιστική η εμπειρία μου με τους ξεχωριστούς αυτούς ανθρώπους, που μπήκα στο καράβι με βαριά καρδιά κι έπεσα για ύπνο αφού άκουσα τους μουεζίνηδες να αναγγέλλουν από τα τζαμιά της Πόλης την αναστολή της νηστείας –ήταν οι τελευταίες μέρες του Ραμαζανιού.

Νωρίς το πρωί της επομένης ανέβηκα στη γέφυρα να δω το πέρασμα από τα Δαρδανέλλια. Πάνω από το Μεσαιωνικό φρούριο της Καλλίπολης, μια τεράστια σημαία και μια επιγραφή που μου έφερε στο νου το «κακό πουλί» της Δικτατορίας:
«Ταξιδιώτη Στάσου! Η γη που περνάς ήταν μάρτυρας του τέλους μιας εποχής.»
Αναφέρεται, βεβαίως στη νίκη του Τουρκικού στρατού ενάντια στους Αγγλογάλλους, το 1915 και είναι οι πρώτοι στίχοι από ένα ποίημα του Necmettin Halil Onan που υμνεί τον απλό στρατιώτη που υπεράσπιζε τη γη του. Είναι περίεργο, πάντως, πώς οι κρατούντες κάθε τόπου μοιάζει να κάνουν αντιπαθητικά και αφιλόξενα τα παράλιά τους, συλλογίστηκα, ιδίως προτού να βρω τη μετάφραση της επιγραφής.

Αν δεν είχα νιώσει την φιλόξενη ζεστασιά των Τούρκων την προηγούμενη, θα αισθανόμουνα πολύ περίεργα βλέποντας τον τεράστιο στρατιώτη στο λόφο. Δίπλα μου στο κατάστρωμα, ένα ζευγάρι νεαροί Αμερικανοί που είχαν ανέβει να φωτογραφηθούν με φόντο τα στενά, αναρωτιόντουσαν: «έχουν ακόμα στρατιωτική δικτατορία στην Τουρκία;» Τεράστιες σημαίες και στο έμπα του λιμανιού στο Κουσάντασι. Εδώ μου την έδωσε κατακέφαλα το θέαμα της πόλης, που τη θυμόμουν, πριν είκοσι χρόνια, σαν ένα όμορφο ψαροχώρι. Τώρα το Κουσάντασι είναι περίπου Μανχάταν, με κακόγουστες πολυκατοικίες να καλύπτουν όλους τους λόφους, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Επιπλέον, εκτός από το δικό μας τεράστιο πλοίο, στο λιμάνι ήταν αραγμένα άλλα τέσσερα ανάλογου μεγέθους κρουαζιερόπλοια!

Ευτυχώς που είχα δει παλιότερα τις αρχαιότητες και το μουσείο στην Έφεσο, έτσι δεν κατέβηκα με την πρώτη φουρνιά από το πλοίο και δεν εγκλωβίστηκα στο απίστευτο μποτιλιάρισμα που περίμενε όσους μπήκαν στα πούλμαν και ανακατεύτηκαν με τρακτέρ και ταξί στη στενή παραλία. Η δική μου εκδρομούλα ξεκίνησε το μεσημεράκι για την ενδοχώρα. Σταματήσαμε πρώτα σε μια υπέροχη λαϊκή αγορά, στις παρυφές της πόλης. Εξαιρετικά ροδάκινα, σύκα και κάθε λογής φρούτα, πιπεριές σε κάθε σχήμα και χρώμα, φασόλια και μπάμιες, λαχταριστές μελιτζάνες, χόρτα και λαχανικά σε απίστευτη ποικιλία. Βέβαια και δεκάδες πάγκοι με φτηνά κινέζικα ρούχα και παπούτσια, ακριβώς όπως και στις δικές μας λαϊκές, αλλά και κάποιοι μικροπωλητές που πουλούσαν γνήσια παλιοκαιρίσια κουζινικά, όπως θαυμάσια ξύλινα κουτάλια εμφανώς φτιαγμένα με το σκεπάρνι –όχι εκείνα της μηχανής που έχουν πλέον κατακλύσει τον κόσμο.

Παρ’ όλη την κοσμοπλημμύρα στη λαϊκή -ανάλογη με κείνη που συναντάμε στις 12 το μεσημέρι στη λαϊκή των Εξαρχείων, ας πούμε- ούτε εγώ, ούτε κανένας από την ομάδα μας που την αποτελούσαν καμιά εικοσαριά Αμερικανοί με σακίδια και φωτογραφικές μηχανές, νιώσαμε άβολα. Αναγκαστικά τριγυρνάγαμε περίπου ο καθένας μόνος του, σταματώντας άλλος για να πάρει σύκα ή ξερά βερίκοκα, άλλος καραμελωμένα φιστίκια, ή μπαχαρικά και κουλούρια. Η συνεννόηση γινόταν αποκλειστικά με νοήματα, και η πληρωμή απλώνοντας το χέρι με μια χούφτα δολάρια ή ευρώ και ούτε ένας δεν παραπονέθηκε πως τον κορόιδεψαν ή πως φοβήθηκε μη τον κλέψουν. Μετά από μια ώρα περιπλάνηση συναντηθήκαμε όλοι μαζί στο πούλμαν και ξεκινήσαμε για το ορεινό χωριό Kirazli. Αφήνοντας πίσω μας το Κουσάντασι και τις νεόκτιστες ροζ-σομόν πολυκατοικίες και μεζονέτες –ανάλογες και ίδιο ακριβώς χρώμα με τις αντίστοιχες φρικωδείες που θα συναντήσετε σε κάθε σημείο της ελληνικής επικράτειας— βρεθήκαμε ξαφνικά σε ένα τοπίο απείραχτο και μοναδικό, πράσινο και μυρωδάτο, όπως θυμάμαι τους λόφους της βόρειας Πελοποννήσου στα παιδικά μου χρόνια. Ακόμα και τόσο κοντά στα παράλια, η ενδοχώρα της Μικρασίας είναι παρθένα, όπως ήταν κάποτε και οι δικοί μας λόφοι και τα βουνά, προτού να σκορπίσουμε οικοδομές παντού, σε όλες τις κορυφογραμμές και τις πλαγιές, όσο που φτάνει το μάτι…

Το «εξοχικό κέντρο» Pinar Köy Sofrasi, στο έμπα του χωριού, είχε εκτός από τα κλασικά τραπέζια και καρέκλες, κάμποσα ξύλινα υπόστεγα στρωμένα με χαλιά, μαξιλάρια και ένα χαμηλό σοφρά, όπως τα παραδοσιακά τούρκικα σπίτια. Βγάζοντας τα παπούτσια μας απλωθήκαμε στη δροσιά, κάτω από τεράστιες καρυδιές. Στην κουζίνα η μαγείρισσα καθισμένη χάμω άνοιγε φύλλο με μακρύ ξυλίκι στο σοφρά που είχε ανάμεσα στα γόνατά της. Μας έφτιαχνε υπέροχο gözleme, μια απλούστατη πίτα, διπλώνοντας το φύλλο στη μέση για να κλείσει τη γέμιση από ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι, μαϊντανό, άνηθο και σπιτικό λευκό τυρί -σαν αλατισμένη φρέσκια μυζήθρα. Τις λεπτότατες ημικυκλικές πίτες έψηνε αμέσως στο σάζι, κάτι σαν αναποδογυρισμένο ταψί ακουμπισμένο στην πυρωστιά, πάνω από τη φωτιά του τζακιού.

Kirazli σημαίνει «κερασοχώρι» μια και το βασικό προϊόν της περιοχής είναι τα κεράσια και τα βύσσινα, που δυστυχώς δεν τα προλάβαμε. Το χωριό δεν είχε ούτε ένα ενδιαφέρον οικοδόμημα, μόνο πρόχειρα φτωχικά αγροτικά σπίτια και αποθήκες. Όμως, πολύ θα ήθελα να ξανάρθω για τη γιορτή των κερασιών που κάνουν τον Ιούλιο, όπως έμαθα.

Η Σαντορίνη –όπου επίσης είχαν αράξει άλλα τέσσερα κρουαζιερόπλοια— δεν είχε πουθενά μεγάλη σημαία για να δείχνει σε ποιά χώρα βρισκόμαστε. Όλοι όμως οι τουρίστες ήξεραν πως είμαστε στην Ελλάδα. Τούτο ήταν το μόνο λιμάνι της Μεσογείου που το πλοίο μας δεν χρησιμοποίησε τις δικές του σκεπαστές βενζίνες για να μας βγάλει στη στεριά. Οι ντόπιοι βαρκάρηδες έχουν το μονοπώλιο, και πρώτους κατέβασαν όσους είχαν κανονίσει να πάρουν μέρος στις ειδικές εκδρομές του νησιού. Αυτούς τους αποβίβαζαν οι βαρκάρηδες εκεί που φτάνει ο δρόμος, και τους περίμεναν τα πούλμαν. Εγώ είχα αποφασίσει να πάω στη Νέα Σελήνη, το διάσημο εστιατόριο του φίλου μου Γιώργου Χατζηγιαννάκη, που μετακόμισε από την Οία στον Πύργο, στο κέντρο του νησιού. Οι βαρκάρηδες που έπαιρναν τους «ελεύθερους» τουρίστες, από το δικό μας και τα άλλα κρουαζιερόπλοια, τους αποβίβαζαν κάτω από τα Φηρά, όπου περίμεναν χιλιάδες γάιδαροι και μουλάρια, ενώ η ουρά για το τελεφερίκ ήταν τουλάχιστον 500 μέτρα! Δεν μπορώ να πω ότι το διασκέδασα, όταν επιτέλους βρέθηκα, με άλλους εφτά να ταρακουνιέμαι στην καμπίνα, κρεμασμένη από τα συρματόσκοινα πάνω από τα βράχια. Όμως αυτό δεν ήταν τίποτε σε σύγκριση με το Γολγοθά της κατάβασης, το απόγευμα.

Άφησα να με παρασύρει μια Αμερικανίδα φίλη, που επέμενε να καβαλήσει γάιδαρο και για να μην της στερήσω την εμπειρία, την ακολούθησα, και βρέθηκα πάνω σε ένα μουλάρι. Όμως, δέκα βήματα στην απότομη κατηφόρα ήταν αρκετά. Με έλουσε κρύος ιδρώτας αφού το σαμάρι κουνούσε επικίνδυνα, και το μουλάρι μου έστριβε πότε δεξιά και πότε αριστερά, ακυβέρνητο σχεδόν, και έτοιμο να με αδειάσει, καθώς ο αγωγιάτης το παρατούσε, προσπαθώντας να προσελκύσει κι άλλους πελάτες. Ξεφωνίζοντας έπεισα το μουλαρά να με κατεβάσει στην πρώτη στροφή, ενώ η φίλη μου, κατακίτρινη από το φόβο της, αλλά πιο αποφασιστική, συνέχισε. Όμως το κατέβασμα με τα πόδια στο απότομο και εξαιρετικά γλιστερό μονοπάτι, με παχύ στρώμα φρέσκες και ξεραμένες καβαλίνες, ήταν εφιαλτικό. Με τον ήλιο της δύσης να με χτυπάει αλύπητα, και τον πυρωμένο βράχο να αντανακλάει απίθανη κάψα, έπρεπε να ζυγιάζω το κάθε βήμα με προσοχή κι ο δρόμος μου φάνηκε ατέλειωτος, καθώς έπρεπε να σταματώ κάθε λίγο, μια και βρισκόμουνα στριμωγμένη από γαϊδάρους και μουλάρια που ανέβαιναν και κατέβαιναν. Όταν τελικά κατάφερα να φτάσω στο λιμάνι ένιωσα τεράστια ανακούφιση, παρόμοια, φαντάζομαι, με κείνη που θα αισθάνονται αυτοί που διέσχισαν την έρημο… Σίγουρα ένιωθα ανάλογη δίψα και φαίνεται πως ήμουν κατακόκκινη, γιατί η φίλη μου που ακόμα έτρεμε από την δική της εμπειρία, με συμβούλεψε να ρίξω αμέσως νερό στο πρόσωπό μου!

Ευτυχώς είχα ένα εικοσιτετράωρο στη θάλασσα για να συνέλθω, προτού αράξουμε στο Sorento, και ξεκινήσω για ολοήμερη περιπλάνηση σε Ερκουλάνουμ και Πομπηία…

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News