Σφοδρές επικρίσεις ακούγονται τον τελευταίο καιρό -όπως και παλαιότερα- για την ελληνική Δικαιοσύνη, τη λειτουργία και τις παρεμβάσεις που δέχεται. Εγώ όμως, ως ένας ευυπόληπτος πολίτης που δεν ήξερε καν ότι έχει εγκληματήσει, θέλω να δηλώσω τον ανυπόκριτο θαυμασμό μου. Διότι, η παρεξηγημένη αυτή ελληνική Δικαιοσύνη, μελετώντας αρχεία, καταθέσεις και δύσκολα άρθρα του ποινικού μας κώδικα, απεκάλυψε ένα έγκλημά μου στο παρελθόν, που ο ίδιος ούτε καν υποψιαζόμουν. Εζήτησε στη συνέχεια από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με επίσημο έγγραφο που φέρει ημερομηνία «1η Απριλίου του 2016», την άρση της ασυλίας μου. Λίγες εβδομάδες αργότερα, το αίτημα ανακοινώθηκε στην Ολομέλεια του Κοινοβουλίου από τον ίδιο τον Πρόεδρό του Μάρτιν Σουλτς και παραπέμφθηκε στην αρμόδια επιτροπή για μια τυπική έγκριση. Κάποιοι συνάδελφοι έστρεψαν το βλέμμα τους προς εμένα και με κοίταξαν με απορία.
Το μέγεθος πάντως του θαυμασμού μου για την ελληνική Δικαιοσύνη, που θα συμμεριζόταν φαντάζομαι και ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου αν το ήξερε, δεν έγκειται μόνον στην αποκάλυψη ενός εγκλήματος που κι εγώ αγνοούσα. Αλλά και στο ότι το έγκλημα αυτό είχε διαπραχθεί πριν από 20 ολόκληρα χρόνια! Από αυτό και μόνον φαίνεται η εγρήγορση της ελληνικής Δικαιοσύνης, που δίκαια προκαλεί τον θαυμασμό μου, ελπίζω και του αναγνώστη.
Για να αποκαλυφθεί όμως το μέγεθος του εγκλήματος που εγώ όχι μόνον δεν ήξερα, αλλά ούτε καν μπορούσα να φανταστώ, είναι ανάγκη να οδηγηθούμε λίγο πίσω, στο σκοτεινό παρελθόν. Όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά και στο θέατρο του παραλόγου, ο δικός μου ο ρόλος είναι εκείνος του αφηγητή που προσπαθεί να περιγράψει τα πάθη των πραγματικών ηρώων.
Το χρονικό
Τότε λοιπόν, γύρω στο 2000 μ.Χ., ο έλεγχος ενός Οικονομικού «Επιθεωρητή» που σύχναζε και σε σκανδαλοθηρικές εκπομπές της τηλεοράσεως, απεκάλυψε «κακοδιαχείριση» στα οικονομικά του Πανεπιστημίου Κρήτης. Ακολούθησαν μερικά ενδιάμεσα και χρονοβόρα στάδια για να εντοπισθούν οι ένοχοι: περίπου δύο εκατοντάδες καθηγητές, φοιτητές, υπάλληλοι και συνεργάτες του Πανεπιστημίου Κρήτης. Το «αδίκημά» τους -ας το προσέξει αυτό ο αναγνώστης- δεν ήταν κάποια κατάχρηση προς όφελός τους, ούτε καν σπατάλη. Απλώς, ως μέλη της Συγκλήτου και της Επιτροπής Ερευνών, επέτρεψαν να χρησιμοποιηθούν κονδύλια του λεγόμενου «Ειδικού Λογαριασμού» και για άλλους απαραίτητους σκοπούς που εξίσου υποστήριζαν την έρευνα: την αποζημίωση μεταπτυχιακών φοιτητών για παράδειγμα ή την ασφάλιση του προσωπικού που μέχρι τότε ήταν εκκρεμής. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι τα κονδύλια αυτά εισέρρεαν στο πανεπιστήμιο χάρις στις ερευνητικές του επιτυχίες και διόλου από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Οι υποψήφιοι ένοχοι, δηλαδή, απλώς επεδίωκαν την εύρυθμη λειτουργία του Πανεπιστημίου Κρήτης που ήδη έλαμπε στο διεθνές στερέωμα.
Μπορεί βέβαια εκείνο να έλαμπε, όχι όμως και οι δημιουργοί της επιτυχίας του. Διότι από τις αρχές του 2000, οπότε εντοπίστηκαν οι «ανομίες» των καθηγητών, άρχισε μια εφιαλτική διαδικασία που κατέληξε στην ποινική τους δίωξη το 2006. Υπό το άγρυπνο βλέμμα των εισαγγελικών αρχών ακολούθησαν ανακρίσεις, καταλογισμοί ποσών, φάκελοι επί φακέλων, δικηγόροι και έξοδα.
Στο τέλος πάντως, και αφού είχαν περάσει 8 ολόκληρα χρόνια από τη δίωξή τους, σχηματίσθηκε μια ογκώδης δικογραφία και ορίσθηκε η δίκη στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Χανίων. Υπάρχει, ωστόσο, ένας άγραφος κανόνας της ελληνικής Δικαιοσύνης που προκαλούσε από παλιά το θαυμασμό μου: καμιά δίκη δεν επιτρέπεται να διεξαχθεί, εάν δεν μεσολαβήσουν μία η περισσότερες αναβολές της. Η αναβολή μάλιστα ανακοινώνεται την ίδια μέρα που ορίζεται αρχικά η διεξαγωγή της. Οι υποψήφιοι ένοχοι – στο μεταξύ πολλοί είχαν αλλάξει τόπο διαμονής, ακόμη και χώρα– έπρεπε έτσι να αντιμετωπίσουν εκτός από την ψυχική ταλαιπωρία και νέα έξοδα για τη μετακίνησή τους.
Η μεγάλη μέρα
Ώσπου έφτασε η μεγάλη μέρα, που θα αποκαλείται στο εξής «μέρα μιας Δικαστικής Παλιγγενεσίας». Διότι η δίκη άρχισε πράγματι στο Εφετείο Χανίων τον Ιούλιο του 2014. Είχαν περάσει 15 περίπου χρόνια από την αποκάλυψη των ειδεχθών εγκλημάτων των υποψηφίων ενόχων. Ο υπογράφων, που μέχρι τότε δεν εγνώριζε -ούτε άλλωστε κανείς άλλος- το δικό του έγκλημα, είχε μόλις εκλεγεί βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ως πρώην Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης όμως, ήταν βασικός μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη. Μάρτυρας κατηγορίας δεν εμφανίσθηκε.
Τότε πάντως, στο Εφετείο Χανίων τον Ιούλιο του 2014, αναδύθηκε το θαύμα που συμβαίνει ευτυχώς συχνά στους διαδρόμους των δικαστηρίων. Θα το ονομάσω το «άλλο πρόσωπο της ελληνικής Δικαιοσύνης». Είναι εκείνο που, με μεγάλη πίεση και δύσκολες προσωπικές συνθήκες, υπερασπίζεται το πραγματικό πνεύμα του νόμου και αναζητά την Αλήθεια των πραγμάτων. Έτσι, μετά από μια σοβαρή αλλά σύντομη διαδικασία, οι κατηγορούμενοι -όλοι οι κατηγορούμενοι- αθωώθηκαν πανηγυρικά, με τη σύμφωνη μάλιστα γνώμη του εισαγγελέα. Τα χειροκροτήματα του ακροατηρίου έσμιγαν με τα χαμόγελα ή τη συγκίνηση των Καθηγητών. Ζούσαν -έτσι τουλάχιστον νόμιζαν- το τέλος ενός εφιάλτη που τους είχε πολύ κοστίσει σε ψυχική αγωνία και χρήματα.
Έξω, ένας λαμπρότατος ήλιος σφράγιζε την «ημέρα της Δικαστικής Παλιγγενεσίας» και τα πρόσωπα των αρμοδίων της δίκης.
Δεν έμελλε όμως να διαρκέσει πολύ αυτός ο ήλιος του αληθινού Νόμου. Διότι ο «Αδέκαστος», τον οποίο ο αφηγητής θα θαυμάζει εσαεί επειδή αποκάλυψε και το δικό του έγκλημα, αποφάσισε να επέμβει. Παραμέρισε, λοιπόν, το αθωωτικό αποτέλεσμα της δίκης και ανακάλυψε νέες κατηγορίες εγκλημάτων. Συνόδευσε μάλιστα την ανακάλυψη αυτή με μια ουσιώδη, όσο και ριζοσπαστική, καινοτομία: η διερεύνησή τους, ακόμα και για όσους είχαν ήδη αθωωθεί, έπρεπε να επεκταθεί μέχρι το 1996! Όλα έπρεπε να αρχίσουν από ένα νέο χρονικό σημείο -20 χρόνια πριν!- ώστε να καλυφθεί το χαμένο έδαφος, να ανευρεθούν οι χαμένοι ένοχοι.
Δεύτερος κύκλος ομηρίας
Έτσι ξεκίνησε η διερεύνηση εξ υπαρχής. Χιλιάδες πάλι εργατοώρες –όχι μόνον των «κατηγορουμένων» αλλά και των δικαστικών– θυσιάζονται σε αυτό το θέατρο του παραλόγου. Ξανά σε αμφισβήτηση η υπόληψη ανθρώπων που έφτασαν να αθωωθούν 15 χρόνια μετά την αρχική κατηγορία. Δεύτερος κύκλος ομηρίας τους επειδή υπηρέτησαν με αφοσίωση το Πανεπιστήμιο Κρήτης. Η Δίκη του Κάφκα έμοιαζε, συγκριτικά, με ένα ευχάριστο αφήγημα.
Η έμπνευση πάντως του Αδέκαστου να αναζητήσει τους ενόχους από τον 1996 αποδείχθηκε ιδιοφυής. Διότι τότε ακριβώς, πριν από είκοσι χρόνια, έληγε η δεύτερη πρυτανική θητεία του υπογράφοντος, οπότε και εντοπίζεται η ανομία του. Πράγματι! Σε μια από τις συνεδριάσεις της Συγκλήτου -προσωπικά ούτε καν τη θυμούμαι- συζητήθηκε το θέμα της αναγκαίας ασφάλισης του προσωπικού από κονδύλια του «Ειδικού Λογαριασμού». Συζητήθηκε απλώς. Με βάση όμως τη συζήτηση αυτή, ο τελευταίος ένοχος του εγκλήματος, δηλαδή ο τότε Πρύτανης, δηλαδή εγώ, είχε αποκαλυφθεί. Το ότι το έγκλημα είχε ήδη αθωωθεί, δεν μετρούσε, κι ούτε φαίνεται να χωρούσε στο μυαλό του Αδέκαστου.
Δεν σταματά όμως εδώ η ιστορία. Με πρόσφατο βούλευμά του τον Δεκέμβριο του 2015 που αριθμεί 290 σελίδες, το Συμβούλιο Εφετών Κρήτης διευκρινίζει ότι τα παλαιότερα αδικήματα, φυσικά και το επονείδιστο δικό μου, έχουν ήδη παραγραφεί! Το ότι, τέσσερις σχεδόν μήνες αργότερα, ζητείται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η άρση της ασυλίας μου, είναι μια πράξη που τιμά τον Αδέκαστο και τη δικαστική γραφειοκρατία, έννοιες συχνά ταυτόσημες. Ο Αδέκαστος επεδίωκε προφανώς να αποδείξει ότι οι επικρίσεις που ακούγονται συχνά στην Ευρώπη για την ελληνική δικαιοσύνη είναι απολύτως αβάσιμες. Διότι εκείνη, με το αδέκαστό της πρόσωπο, αναζητά όχι μόνον τα αδικήματα που δεν έχουν ποτέ διαπραχθεί, αλλά και όσα έχουν επισήμως παραγραφεί.
Η ουσιαστική αλήθεια είναι ωστόσο οδυνηρή: 138 έντιμοι άνθρωποι, που πολλά προσέφεραν στην Παιδεία της χώρας, βρέθηκαν και πάλι στις 13 Μαΐου του 2016 στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Στα ίδια όμως εδώλια, βρέθηκαν και σκιές ψυχών και σωμάτων: εκείνοι που είχαν ήδη αποχωρήσει -14 σπουδαίοι άνθρωποι!- από τον κόσμο τούτο της αδικίας και της φθοράς, κατά τη μακρά περίοδο της αναμονής της πρώτης δίκης και στη συνέχεια της δεύτερης. Τα ονόματά τους αναφέρονται στο ογκώδες κατηγορητήριο, με την ένδειξη «Παύει η δίωξη λόγω θανάτου». Ακολουθεί η ημερομηνία της απώλειας. Χωρίς εντούτοις εκείνοι που συνέγραψαν ή προκάλεσαν το κατηγορητήριο να αισθάνονται ότι τα μάτια των παιδιών, που κάποιοι από τους κατηγορουμένους άφησαν πίσω τους, έχουν ήδη καρφωθεί με απορία στης Δικαιοσύνης το πρόσωπο.
Πανηγυρική αθώωση
Ευτυχώς, «το άλλο πρόσωπο της ελληνικής Δικαιοσύνης» έλαμψε και πάλι. Για δεύτερη φορά πανηγυρική αθώωση όλων των κατηγορουμένων για όλα τα αδικήματα. Μόνο που ο ήλιος δεν έλαμπε πια. Είχε κι εκείνος χλωμιάσει από όσα -χρόνια τώρα– υποχρεώθηκε να παρακολουθεί στη χώρα όπου γεννήθηκε η έννοια της Δικαιοσύνης. Με μια λιτή ανακοίνωσή της η Πρυτανεία του Πανεπιστημίου Κρήτης συνόψισε:
Με την έκδοση σήμερα της αθωωτικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Κρήτης, έφτασε στο τέλος της η πολυετής και επώδυνη διαδρομή της υπόθεσης των καταλογισμών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Παράλληλα, κλείνει οριστικά και αμετάκλητα μια άδικη για καταξιωμένα μέλη του Πανεπιστημίου Κρήτης και σε πολλές περιπτώσεις συκοφαντική για το κύρος και το ήθος τους, υπόθεση. Παρά την επί δεκαέξι περίπου χρόνια ταλαιπωρία που υπέστησαν, τα μέλη του Πανεπιστημίου Κρήτης συνέχισαν να προσφέρουν στο Ίδρυμα με συνέπεια.
Αυτά τα μέλη του Πανεπιστημίου Κρήτης αποδόθηκαν λοιπόν -όπως είναι η καθιερωμένη έκφραση- «λευκά στην κοινωνία». Λευκά ασφαλώς, τραυματισμένα όμως. Διότι ποιος θα τους αποζημιώσει για την πολυετή ψυχική ταλαιπωρία τους, ποιος θα καλύψει τα έξοδα που χρειάστηκαν για δικηγόρους και τα συναφή, ποιος έχει την ευθύνη και ποιες θα είναι οι κυρώσεις για τη συκοφάντησή τους;
Στην αποθέωση όμως αυτή του παραλόγου ή της τραγωδίας, υπάρχει ένας ακόμα «κατηγορούμενος», ξεχασμένος στις δαιδάλους της ελληνικής Δικαιοσύνης. Ενας και μόνος! Είναι εκείνος -ο υποφαινόμενος- που χάρις στην εμπιστοσύνη των ελλήνων πολιτών είχε ήδη εκλεγεί στην Ευρωβουλή, όταν έγινε η πρώτη δίκη. Μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης δίκης, από μάρτυρας -ω του θαύματος!- μετατράπηκε σε κατηγορούμενο. Περιμένει λοιπόν, ως είθισται, την άρση της ασυλίας του, την οποία άλλωστε θα ζητήσει επίμονα και ο ίδιος. Τότε όμως, όταν το θέμα φτάσει στην Ολομέλεια, θα αντιμετωπίσει και πάλι τα καχύποπτα βλέμματα των συναδέλφων του.
Πικρή πατρίδα. Την πορεία της θολώνουν, δεκαετίες τώρα, τα καμώματα των πολιτικών και οι θεσμικές της ανεπάρκειες. Ακόμα όμως και τα επιτεύγματά της –δεν ήσαν λίγα– σάρωσε τα τελευταία χρόνια η κατάσταση την οποία οι σχολιαστές ονόμασαν με αμηχανία «κρίση».
Τότε -όπως και τώρα- η Δικαιοσύνη έπρεπε να είναι η ελπίδα για τον αδύναμο και ο φόβος για τον ισχυρό. Στην πράξη, όμως, συχνά συμβαίνει το αντίθετο.
Ετσι, πολύ πρόσφατα, τον Μάιο του 2016, η ελληνική Δικαιοσύνη χρειάσθηκε και πάλι να ασχοληθεί με «αδικήματα» καθηγητών και υπαλλήλων του Πανεπιστημίου Κρήτης που διαπράχθηκαν πριν από 15 περίπου χρόνια. Κανένας, τονίζεται και πάλι, δεν τους είχε κατηγορήσει για καταχρήσεις ή κάποιας μορφής ιδιοτέλεια. Το αδίκημά τους ήταν απλώς η ερμηνεία ορισμένων διατάξεων του «Ειδικού Λογαριασμού», ώστε να καλυφθούν πιεστικές ανάγκες του Ιδρύματος.
Στους δαιδάλους της Δικαιοσύνης
Ο θαυμαστός όμως αυτός ιστός της ελληνικής Δικαιοσύνης αλλού μοιάζει ανίσχυρος. Eτσι, στελέχη ενός πολιτικού μορφώματος, που είχαν δίκαια συλληφθεί ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης, κυκλοφορούν ελεύθερα, επανακάμπτουν στην ελληνική Βουλή. Ενώ ποικιλώνυμοι καταχραστές του δημοσίου χρήματος, υποθετικοί ή πραγματικοί, αναζητώνται αιωνίως σε λίστες και απόρρητα έγραφα. Χιλιάδες άλλωστε πολίτες -αθώοι, ένοχοι, διάσημοι, άνθρωποι του καθημερινού μόχθου- ζουν εγκλωβισμένοι στους δαιδάλους της ελληνικής δικαιοσύνης και αναζητούν με αγωνία και μεγάλο οικονομικό κόστος την απονομή της.
Δεν είναι όμως μόνον οι καθυστερήσεις. Την ελληνική Δικαιοσύνη συμπιέζει ακόμα η πολυνομία, οι θεσμικές της εξαρτήσεις από την εκάστοτε εξουσία, η αφόρητη γραφειοκρατία.
Κι ενώ κανένας δεν αμφισβητεί την κατάσταση αυτή, οι κυβερνήσεις και οι εκάστοτε υπουργοί Δικαιοσύνης περί άλλα τυρβάζουν. Παράλληλα, δεν λείπουν καθόλου και οι επικίνδυνες παρεκτροπές. Ένας γραφικός υφυπουργός, που οραματίζεται να οδηγήσει κάθε αντιφρονούντα τρία μέτρα κάτω από τη γη, αφήνεται να ασχημονεί και εναντίον των λειτουργών της Δικαιοσύνης.
Αντιστάσεως δε μη ούσης, τη Δικαιοσύνη είχε πλήξει λίγους μήνες νωρίτερα ένας απροσδόκητος κεραυνός, καθόλου όμως εν αιθρία. Μια Ανώτατη Αρχή της, εκείνη δηλαδή που θα έπρεπε να αποτελεί το Πρότυπο και να συμβολίζει την ίδια την αξία του Δικαίου, έφτασε στο σημείο να μηνύσει έναν Καθηγητή Πανεπιστημίου, που χαίρει καθολικής εκτίμησης, απλώς επειδή εξέφρασε την έγκυρη γνώμη του για το στίγμα που έδιναν κάποιες δημόσιες ενέργειες της Ανώτατης αυτής Αρχής. Η μήνυση, σημειωτέον, θα εκδικαστεί από υφισταμένους της.
Εδώ –κι ενώ θα μπορούσε να συνεχιστεί επί πολύ– τελειώνει ο ρόλος του αφηγητή στο συγκεκριμένο θέατρο του παραλόγου. Το τελευταίο του σχόλιο, ίσως φανεί προσωπικό. Δεν είναι όμως.
Η μοίρα, λοιπόν, και η τιμή που μου επιφύλαξαν οι έλληνες πολίτες -μεγαλύτερη ίσως, από όση άξιζα- με οδηγεί συχνά να επιστρέφω από τις Βρυξέλλες, την έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην Αθήνα. Οταν ο καιρός είναι καλός, από το παράθυρο του αεροπλάνου απλώνονται σιγά-σιγά οι θάλασσες της ελληνικής πατρίδας και το απαράμιλλο φως της. Δεν μπορώ τότε να συγκρατήσω ένα δάκρυ. Δάκρυ για τα δεινά και τις διαψεύσεις που ζει αυτή η πατρίδα, για τους νέους που κοιτάζουν με θολό βλέμμα το μέλλον, για τις ευκαιρίες που χάθηκαν και τις αξίες που παραμερίζονται. Αυτό το δάκρυ, που συχνά συνοδεύει και μια δίκαιη οργή, προσπάθησα -έργο δύσκολο- να μετατρέψω σήμερα σε κείμενο γραπτό.
Εύχομαι ο ευγενικός αναγνώστης να συμμερισθεί την ουσία του κειμένου· και να απαντήσει ο ίδιος και με τον τρόπο που θα κρίνει, σε όσα πληγώνουν ή απειλούν τη δύσμοιρη πατρίδα.
* Ο Γιώργος Γραμματικάκης είναι ευρωβουλευτής με Το Ποτάμι. Εχει διατελέσει πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης (1990-1996) και πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής του Ιονίου Πανεπιστημίου (2000-2004).
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News