Η μεγάλη πέτρα είναι στο χτήμα με τις ελιές.
Όποιος δεν έχει κολλήσει την πλάτη του πάνω της για να προστατευτεί από τον αέρα και τη βροχή, όποιος δεν έχει κρυφτεί πίσω της, μέσα της, για ν' αποφύγει τον στραβό τον άνθρωπο, το μάτι το κακό, όποιος δεν έχει τρέξει, δεν έχει τρίψει με τον αντίχειρά του, με το μάγουλό του τους δρόμους της, τις φλέβες της, το κρέμασμά της, τους σκοτεινούς της τους παλμούς, δεν μπορεί να καταλάβει τη φιλία της πέτρας.
Όποιος δεν έχει σκάψει δίπλα και κάτω της να βρει τον θησαυρό, την άμαξα του Αγαμέμνονα τη χρυσή, όποιος δεν έχει βάλει τα χέρια του στις κατεβασιές της για να πάρει τη ζεστασιά του ήλιου του Γενάρη, όποιος δεν έχει ανέβει επάνω της να χαιρετήσει τα αεριωθούμενα της Κυριακής, όποιος δεν έχει σκαρφαλώσει στην κορυφή της για να ανέβει στη πλάτη του πατέρα ή στη ράχη του γαϊδάρου, δεν ξέρει την καρδιά της πέτρας, δεν γνωρίζει την υπομονή, την τάξη της, τη συνέπεια, τη μνήμη και την προσδοκία.
Όποιος δεν έχει ανοίξει βαθούλωμα στον βράχο, δεν έφτιαξε την προσευχή του χτυπώντας με τον αγκώνα του, σαν ασκητής και σαν άγιος, αυτός δεν μπορεί να φορτίσει την ερημιά και μέσα του δεν έχει, δεν κουβαλά ανθρώπους, όποιος δεν έχει βγει στο μπαλκόνι της, όποιος δεν σκάλισε, δεν κέντησε ρόδακες και σταυρό μαζί με τα αρχικά του στα πλευρά της, όποιος δεν έχει ξεχάσει ανοιχτό επάνω της το εκατόφυλλο τετράδιο με τις ασκήσεις τις άλυτες στον άνεμο, όποιος δεν έχει δει τη χελώνα, τον κορυδαλλό και τον ύπνο του φιδιού στη ρίζα της, τότε δεν μπορεί να καταλάβει πώς ανοίγουν, πώς σκίζονται τα βουνά για να περάσει το αίμα και η αγάπη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News