Ήταν ένα απόγευμα από αυτά που ήθελες όχι απλώς να είσαι αλλού, αλλά να είναι και αλλιώς τα πράγματα.
Θα έδινες, όπως και πολλοί άλλοι, τα πάντα για να είναι αλλιώς αυτό το καλοκαίρι -έτσι κι αλλιώς δεν έχεις συστηθεί μαζί του με θλίψη, αλλά με χαρά, με γέλια- θα ήθελες να μην έχουν μεσολαβήσει εφέτος τόσα οδυνηρά γεγονότα. Θα επιθυμούσες να μη φοράς μαύρα ρούχα, να μην κουβαλάς μια ψυχή μαυρισμένη και να μην πηγαίνεις να αποχαιρετίσεις για πάντα μια φίλη, μια συνάδελφο.
Βρέθηκα στο κοιμητήριο της Ερυθραίας πολύ πιο νωρίς από την ώρα της κηδείας, πάρκαρα το αυτοκίνητο κάτω από πεύκα και την ησυχία της στιγμής την έσπαγαν τα τζιτζίκια, βαφτίζοντας αυτό το καλοκαιρινό απόγευμα με ειρωνεία. Επειδή το καλοκαίρι θέλει χαρές, θέλει κέφια, θέλει τις εκφράσεις «τα λέμε» να εξηγούν -αυτονόητα- ότι θα είμαστε πάλι μαζί, μετά τις διακοπές. Κάτσε να αδειάσει το μυαλό μας, να κάνει το reset του καλοκαιριού και σε λίγες ημέρες και πάλι εδώ, για να δούμε τα «προσεχώς» της ζωής μας.
Για να ανταμώσουμε ξανά και να πούμε ότι θα γράψουμε σε sites, εφημερίδες, περιοδικά, θα βγούμε σε τηλεοράσεις, θα κάνουμε εκπομπές σε ραδιοφωνικούς σταθμούς. Θα μιλήσουμε για τις ζωές μας, θα γελάσουμε, θα σοβαρευτούμε, θα αναλογιστούμε, διάολε, θα είμαστε μαζί. Αντί όλων αυτών, έχουμε δάκρυα στα μάτια και λουλούδια στα χέρια, σε λίγο το εκκλησάκι θα γεμίσει κόσμο για πει το «τελευταίο αντίο» στη Ρίκα μας.
Και μένεις μέσα σε μια αμήχανα οδυνηρή στιγμή να αναλογίζεσαι όσα έζησες μαζί της, όλα εκείνα που αποκόμισες από εκείνη, σαν μια κληρονομιά που ανήκει σε όλους, μέσα από τα γραπτά της, τα όσα είπε, τις εικόνες που άφησε για πάντα εντυπωμένες στο μυαλό σου. Εκείνα τα επόμενα δευτερόλεπτα είναι αυτά που σε οδηγούν να σκεφτείς πως όσο και να είσαι ρομαντικά αισιόδοξος, με τη Βαγιάνη δεν θα τα πεις ποτέ ξανά. «Δεύτερη ζωή δεν έχει» πίστευε και η Ρίκα, ερμηνεύοντας τον στίχο του ποιητή, με τα χέρια υψωμένα, λικνιζόμενη στον ρυθμό του. Και αυτό, το ότι δεν θα δεις ποτέ ξανά αυτόν τον άνθρωπο, με ό,τι φωτεινό εκείνος κουβαλούσε στο μυαλό του, είναι μια πληγή μέσα σου που υπάρχει από παλαιότερες καταστάσεις τις οποίες έχεις ζήσει στο παρελθόν, που ανοίγει ξανά και θυμάσαι κι όλους εκείνους που πια δεν ζουν.
Υπάρχει κάτι πιο επώδυνο από αυτό; Να σκέφτεσαι ότι αυτή είναι η τελευταία συνάντηση, πως αυτός είναι ο τελευταίος αποχαιρετισμός με έναν άνθρωπο; Σε αυτό το σημείο δεν άντεξα, γύρισα, πήρα το αυτοκίνητο και έφυγα, δεν μπορώ να δεχτώ πως η Ρίκα δεν θα υπάρχει, πως είναι άλλος ένας άνθρωπος που δεν θα δω και δεν θα ακούσω ποτέ ξανά.
Στην είσοδο του κοιμητηρίου είναι μαζεμένες οι κάμερες και οι φωτογράφοι, η προσέλευση έχει αρχίσει, ένα ποτάμι ντυμένο το περισσότερο στα μαύρα φτάνει για να ξεκινήσει η ακολουθία, τα δάκρυα είναι ορατά κάτω από τα γυαλιά ηλίου, οι οιμωγές για τη Βαγιάνη που χάσαμε τρυπώνουν στα αφτιά μου. Εφυγα προτού αρχίσει το τελευταίο σου ταξίδι, Ρίκα, σε αυτό το μπάρκο σου δεν ήθελα να είμαι παρών, δεν ήθελα να σου πω «αντίο». Επειδή κι εγώ πιστεύω ότι «δεύτερη ζωή δεν έχει», αλλά βαθιά μέσα μου θέλω να μην ισχύει αυτό, να σε ξαναδώ και να τα πούμε, μιλώντας με τίτλους τραγουδιών.
Όλα αυτά, σε ένα απόγευμα από αυτά που έλεγες «κουράγιο» στους άλλους προσπαθώντας να το βρεις κι εσύ, σε ένα απόγευμα από εκείνα που ήθελες δίπλα σου όλους όσους έχεις χάσει, το Ρικάκι, και το καλοκαίρι σου πίσω…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News