Δεν μπορώ να σε βλέπω πάνω από το πορτοκάλι με το μαχαίρι. Με τρομάζεις, με αγριεύεις. Εξαφάνισέ το, σπάσ' το, πέταξέ το, βρες το κουμπί του, ξεκούμπωσέ το, ξέντυσέ το, άνοιξέ το, γδύστο, τρέξ' το, περπάτησέ το με το χέρι σου, βάλε δάχτυλο, νυχάκι, φυτιλάκι, σκάψε λίγο, εν ανάγκη δάγκωσε, χάιδεψε, πέσ' του λόγια, βρες τη λέξη, σήκωσε τη φλούδα, παραμέρισέ την, σκίσ' την, σκάλισέ την, μπες στη σάρκα, πιάσ' το ολόκληρο, κύκλωσέ το, χούφτωσέ το. Έτσι, έτσι ανοίγει, έτσι σου παραδίνεται.
Τι τα θέλεις τα μαχαίρια, αν έχεις λόγια, αν έχεις χέρια.
Στο ξαναλέω να βρεις το κουμπί, τον δρόμο, τον δίσκο, το φερμουάρ στη βάση, να το τραβήξεις και να μπεις, να έρθεις στον κάμπο από την Τίρυνθα, από εκεί, εκεί είναι τα πορτοκάλια τα χρυσά των Εσπερίδων. Του Καραμάνου. Τα κλεμμένα, αυτά που έφερε ο Ηρακλής στον Ευρυσθέα από τον κήπο των Θεών. Τα Μέρλιν, και τα άλλα τα αιματόσαρκα, τα σαγκουίνια. Τα Σουλτανί του Φόδελε. Τα καθαρά με τον πυκνό φλοιό, το ζωντανό το χρώμα. Την προσφορά του ήλιου και της γης.
Σουλτάνα μου και Μάνα μου.
Εκεί σε θέλω όταν φτάσεις στα αίματα να σε δω… τι λόγια, τι βαμβάκια, τι μαντήλια, τι τραγούδια…
Λοιπόν, έτσι και ο άνθρωπος, πορτοκαλιά και πορτοκάλι. Τις απειλές, τη βία, τη νοθεία, τις φοβέρες, τους εξαναγκασμούς και τα μαχαίρια δεν τα δέχεται, δεν τα μπορεί και δεν τα θέλει. Δεν ανοίγει. Δεν σου δίνεται.
Ψάξε για το κουμπί, τη σκάλα και το σκαλοπάτι, τη λέξη. Το κλειδί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News