Το Τρίτο Στεφάνι το πρωτοδιάβασα στα έντεκα. Καλοκαίρι 1988. Ήταν το δικό μου πέρασμα από το Καπλάνι της Βιτρίνας στα βιβλία για μεγάλους. Χρόνια αργότερα θα μάθαινα ότι ο συγγραφέας της πρώτης μου ενηλικίωσης στραγγαλίστηκε την εποχή που τον γνώριζα. Η γλώσσα του, οι ιστορίες για τη ζωή και τον θάνατό του και η μοναδικότητα να χριστεί μεγάλος από ένα μόλις έργο του τον είχαν καταστήσει μέσα μου ανέγγιχτο σε βιτρίνα. Μυστήριος, απόμακρος και φοβιστικός.
Είκοσι τρία χρόνια μετά και έχοντας σπάσει το τζάμι που μας χώριζε, ξανασυναντηθήκαμε. Βράδυ, καθημερινή, στο κέντρο της πόλης. Το βιβλίο του παιζόταν στη σκηνή και τα λόγια του ενσαρκώνονταν (και) από συνομηλίκους μου.
Οι γυναίκες που τον γέννησαν, η Εκάβη (Νένα Μεντή) και η Νίνα (Φιλαρέτη Κομνηνού), ήταν μπροστά μου. Η Ελλάδα του Μεσοπολέμου ήταν η Αθήνα σήμερα και ο ρεαλιστικός λόγος του ’60 τα ψυχογραφήματά μου.
Η Εκάβη στους τραγικούς είναι μια ηρωίδα γεμάτη μεγαλείο που ξεπερνά τα όρια της δυστυχίας. Η Νένα Μεντή στο Τρίτο Στεφάνι φοράει ίδια φιγούρα, μεγαλοσύνης και πονηριάς.
Η βροντερή της φωνή, το σούφρωμα των χειλιών της στον πόνο και την καπατσοσύνη , το ανασήκωμα της φούστας – άλλοτε σήμα αυτοκυριαρχίας άλλοτε μοναξιάς – και τα μάτια που λάμπουν από δάκρυ ή από θυμό την κάνουν μάνα – κέντρο που γύρω της πλέκονται τα πρόσωπα και οι ιστορίες. Πέρυσι ήταν η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου που με μια ρόμπα, ένα τραπέζι και ένα κρεβάτι έπαιξε μια ζωή.
Η Νένα Μεντή ξεχωριστή από τη γενιά της γεύτηκε σαρωτική επιτυχία στην αρχή της ιδιωτικής, φλέρταρε με την εμπορικότητα, έμεινε όμως πιστή. Στη μοναχικότητα της συγκέντρωσης και της δύναμης που χρειάζεται για να εκπέμπεις ψυχή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News