Είμαστε αρχάριοι στη ζωή. Το ύφασμά μας τσαλακώνει καλύτερα στο σκοτάδι κι ας μην φαίνεται. Βρισκόμαστε εγγύτερα στο θάνατο μέσα από το χαμό των άλλων. Οικείων, ξένων, κοινών γνωστών, μυθοπλαστικών ηρώων, λαϊκών ειδώλων. Οταν η Φιτζέραλντ τραγουδάει «Everytime we say goodbye, I die a little», ο χαμός γίνεται λυρικά αποδεκτός. Υφαρπάζει το πέρας της ζωής και το κάνει αισθητικό μέλος. Συμμαζεύει την απεραντοσύνη του επέκεινα.
Ο Γκυστάβ Φλωμπέρ έλεγε πως όταν πεθαίνει ένας φίλος μας, κάτι δικό μας πεθαίνει. Η συνάφεια με τον θάνατο των άλλων δεν είναι μια υπολανθάνουσα απόκλιση από τον δικό μας άφευκτο. Πιο πολύ είναι η συνειδητοποίηση πως πριν το οριστικό τέλος επέρχονται κάμποσοι άλλοι μικρότερης ισχύος.
Ομως δεν πεθαίνουμε όλοι το ίδιο. Ο θάνατος δεν είναι… δημοκράτης. Ο παρατυχών, ο άγνωστος μεταξύ αγνώστων, ο άνθρωπος που πήρε πεσκέσι την ανωνυμία του και την κουβάλησε όλη του τη ζωή αγόγγυστα «δικαιούται» ένα «θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ» που έλεγε και ο Καββαδίας. Οι λαϊκοί ήρωες δεν πεθαίνουν ποτέ. Υπνοβατεί αενάως η θωριά τους. Ο ίσκιος τους είναι ανοικονόμητος. Δεν έχουν το δικαίωμα της αποχώρησης.
Σε αντίθεση με τη λειτουργία της αποταύτισης που επενεργεί μέσα μας όταν κάποιος «άγνωστος» πεθαίνει, η ζωή συνεχίζεται αδιάπτωτη για τους πάνω από το χώμα, ο «μηχανισμός» λειτουργεί ανάποδα στην περίπτωση των επώνυμων τεθνεώτων. Εκεί ψάχνουμε ταυτίσεις, ψυχικές συνδηλώσεις, μια χειροπιαστή ακολουθία στη δική μας ζωή.
Ο θάνατος του Ανδρέα Μπάρκουλη, όπως και κάθε αντίστοιχου ήρωα του λαϊκού θυμικού, λειτουργεί σχεδόν ενορατικά, διαισθητικά, γίνεται κοινοκτημοσύνη μέσω των προσωπικών εμπειριών. Ξεπερνάει θα έλεγε κανείς το αναντίρρητο του πράγματος (βλ. πέθανε, ας τον αφήσουμε στην ησυχία του). Οι λαϊκές ψυχές είναι εξαιρεμένες της πένθιμης σκέψης. Μόνο που δεν είναι πια εδώ για να μας πουν το «κέρδος» τους. Ο Πλάτωνας έλεγε ότι «οι ορθώς φιλοσοφούντες αποθνήσκειν μελετώσι». Σαν να λέμε: τίποτα, καπνός.
Αν η μεγάλη τέχνη έρχεται και σε βρίσκει, η λαϊκή είναι άμεση, ανεπεξέργαστη, δεν ζητάει διαμεσολάβηση. Κάπως έτσι οι θέραποντές της παύουν αυτοστιγμεί να κουβαλούν την εικόνα τους και ενδύονται το ρόλο που τους δόθηκε. Ο Μπάρκουλης θα είναι πάντα ο γόης της μεγάλης οθόνης. Το λαϊκό αγόρι (ακόμη κι όταν έπαιζε τον πλούσιο) που η φύση του επιδαψίλευσε αβρότητα, φλογερό βλέμμα, αεικίνητο σώμα. Ακόμη και στις αμήχανες στιγμές του (όχι τις δικές του, αλλά του ρόλου του), αυτό που μένει ως επίγευση είναι η ομορφιά που δεν χάνεται κι ας έχει φύγει. Ποιος θυμάται το κουρασμένο σώμα του ηθοποιού στα τελευταία του; Μόνο οι οικείοι του που βίωναν το δράμα. Ολοι οι υπόλοιποι, εμείς, το αδηφάγο κοινό, τον έχουμε ταυτίσει με την τρυφηλή εφηβεία. Όχι μόνο τη δική του – και τη δική μας.
Ο Φούντας θα είναι πάντα μια αδροφτιαγμένη φιγούρα γεμάτη πειραιώτικη ρώμη. Η Μελίνα θα είναι πάντα η προσωποποίηση της γυναικείας οντολογίας. Ο Κακαβάς θα είναι πάντα το κρουστό είδωλο της ευγενούς γοητείας. Ο Μπάρκουλης το φανερό αντικείμενο του πόθου. Μένουν αναλλοίωτοι γιατί ανήκουν στο παρελθόν κι ας λέει μια παλιά ρωσική παροιμία ότι το μόνο που αλλάζει είναι το παρελθόν.
Αυτό που προσφέρουν οι λαϊκοί ήρωες με το χαμό τους είναι αυτό που έγραφε ο ποιητής Ηλίας Λάγιος: «οικείο μικροαστικό οραματισμό». Αίφνης, η θνητότητα γίνεται πνοή ζωής. Ζούμε από τον θάνατο των άλλων. Ή, μάλλον, ξαναζούμε από αυτόν τους δικούς μας μικρούς θανάτους – τους καθημερινούς.
Κάθε φορά που η Φιτζέραλντ θα τραγουδάει «Everytime we say goodbye, I die a little», στο βάθος θα αναθρώσκει ο σολωμικός στίχος: «Ερμα ειν’ τα μάτια που καλείς/ Χρυσέ ζωής αέρα». Κι όταν εμείς θα φύγουμε, να δούμε ποιος θα μας θυμάται νέους, ροδαλούς, ακαταπόνητους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News