«Tο άρθρο σχετικά με τον θάνατό μου είναι γεμάτο υπερβολές»
– Μαρκ Τουέιν (όταν πρακτορείο ανακοίνωσε εσφαλμένα ότι πέθανε).
Η Μεγάλη Παρασκευή είναι η μέρα των νεκρών. Δεν υπάρχει λαογράφος που να μη μιλάει για τη λύτρωση των ψυχών στην κορύφωση του θείου δράματος, τον επιτάφιο θρήνο, όταν ψάλλεται το «ω, γλυκύ μου έαρ».
Ισως η σημερινή μέρα να είναι και η καταλληλότερη στιγμή για να μιλήσει κανείς για τις νεκρολογίες, και κυρίως αυτές που βλέπουν το φως της δημοσιότητας τον τελευταίο καιρό, κάθε φορά που κλείνει τα μάτια του κάποιος που κατάφερε να σπάσει το φράγμα της «ανωνυμίας» στην ελληνική κοινωνία.
Ανεπιτυχή κείμενα που δημοσιεύονται σε ιστοσελίδες ή αναρτώνται στα αδούλωτα social media, παίρνοντας οριστικό διαζύγιο με την αλήθεια. Κοινότοπες αγιογραφίες, ανούσιες εξιδανικεύσεις και κατά το δοκούν περιγραφές σκηνών της ζωής του αποθανόντος, φθηνές κολακείες με απώτερο και ιερό στόχο την παραγραφή των αμαρτιών όποιου είναι ξαπλωμένος.
Μα, «ο νεκρός δεδικαίωται» σου λένε όσοι υπερασπίζονται το λιβανιστήρι. Λάθος! Σοφότεροι ημών, όπως ο Παντελής Μπουκάλας, έχουν διευκρινίσει ότι αυτό το «δεδικαίωται» δεν σημαίνει «δικαιώνεται» αλλά «απαλλάσσεται», αφού ο νεκρός είναι απαλλαγμένος από τις αμαρτίες.
«Ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας» είναι ολόκληρη η φράση και την αναφέρει ο Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή, όπου κηρύσσει τις ιδέες του για τον παλαιό άνθρωπο και για το βάπτισμα ως συμμετοχή στον θάνατο και την ταφή του Χριστού. «Γιατί σε έναν που πέθανε, η αμαρτία δεν έχει πια καμιά εξουσία» – αυτή είναι η επίσημη μετάφραση της φράσης από τη Βιβλική Εταιρεία.
Οπότε προς τι η στρέβλωση της πραγματικότητας, η μετάλλαξη του άσπρου σε μαύρο, προς τι η αυτολογοκρισία και η συν αυτώ ομερτά («γιατί όλοι τον/την ξέραμε τι ήτανε, αλλά τι να πεις τέτοιες ώρες…»)
Σύμφωνοι, εδώ δεν είμαστε Βρετανία να ανοίγουμε τις εφημερίδες και να διαβάζουμε απολαυστικά obituaries, με φλέγμα και απόσταση από τον θάνατο, με στοχαστική ενατένιση της ζωής που παρήλθε. Κάποια κείμενα γράφονται ίσως εν βρασμώ.
Ούτε υπάρχουν αρμόδιοι συντάκτες στις εφημερίδες, πολλώ δεν μάλλον Τμήματα (όπως για παράδειγμα στους New York Times) που να ασχολούνται συστηματικώς με το κατευόδιο όποιου σημαντικού άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο. Το κενό καταλαμβάνεται ευκόλως από επίδοξους νεκρολόγους, ενώ το αχανές πεδίο του Facebook αφήνει χώρο σε κάθε πικραμένο.
Ισως το φαινόμενο των αυτόκλητων συντακτών να είναι και η πηγή όλων των κακών. Γιατί η μη τήρηση του μέτρου, οι μαξιμαλισμοί, οι υπερβολές, τα μανιχαϊστικά σχήματα, επιτυγχάνουν τελικά το αντίθετο από το επιδιωκόμενο: το αποτέλεσμα αγγίζει το φαιδρό.
Ακόμη θυμάμαι έναν συνάδελφο να κρατάει την κοιλιά του από τα γέλια διαβάζοντας τις αναρτήσεις διαφόρων στο Facebook για προσωπικότητα που έτυχε να γνωρίζει από κοντά και «εκ των έσω». Και στις οποίες περιγραφόταν ως γλυκός κι ευαίσθητος, ως άγιος που είχε μια αγκαλιά για τον καθένα, ένας άνθρωπος ιδιαίτερα σκληρός, χωρίς ηθικό κώδικα, κυνικός και αριβίστας, που ωστόσο διέθετε οξύνοια, ευθυκρισία, είχε ταλέντο σε αυτό που υπηρετούσε, ήταν αστέρι στις ισορροπίες – η διασημότητα τις περισσότερες φορές δεν είναι τυχαία. Τα likes έπεφταν βροχή, ενώ στα σχόλια περίσσευε η συγκίνηση και τα emoticons που κλαίνε…
Φέρτε στο νου σας το κρεσέντο που έχουμε ζήσει για λαϊκούς σταρ, τι εγκώμια έχουν γραφεί για το εθνικό κεφάλαιο «Παντελής Παντελίδης», τι θρήνος έχει πέσει για τον «υποτιμημένο» Στάθη Ψάλτη, τι καλλιτεχνική αποθέωση έχει γνωρίσει μετά θάνατον η Ζωή Λάσκαρη.
Το φαινόμενο «μοιρολόι στο Facebook» καταδεικνύεται εξάλλου σε σπορ ιδιαιτέρως δημοφιλές. Τι κι αν προφίλ ξερνούν ανακρίβειες, στοιβάζουν στοιχεία και εμπειρίες κάτω από πέπλο υποκρισίας, ψεύδονται, ασχημονούν…
Πολλές φορές κάποιοι από αυτούς δεν είχαν καν στενή σχέση με τον εκλιπόντα! Είναι βεβαίως γοητευτικό και θωπεύει αρκούντως τα ναρκισσιστικά τους ένστικτα να δηλώνουν έστω ότι τον/τη γνώριζαν. Ισως να είχαν ανταλλάξει μια-δυο κουβέντες στο ασανσέρ ή να τους είχε κάνει πατ πατ στην πλάτη. Ποιος ξέρει… Γραπτά αβαθή, θρασύτατα, σχεδόν ξεδιάντροπα για την ανύπαρκτη συνάφεια με τον αποθανόντα.
Κάθε φορά που διαβάζω τέτοια κείμενα, φέρνω στον νου μου ένα σχετικά πρόσφατο βιβλίο υπό τον τίτλο «Dead People», από τους Αμερικανούς Στέφανι Αν Γκόλντμπεργκ και Μόργκαν Μέις. Οι άνθρωποι αυτοί κατάφεραν μέσα από την ασυνήθιστη ανθολογία τους να «κοιτάξουν» μια σειρά από διάσημους εκλιπόντες με τη δική τους, απροσδόκητη ματιά –«το πιο τρομακτικό πράγμα στον Οσάμα μπιν Λάντεν ήταν η σιωπή και η ηρεμία του» έγραψαν για τον ιδρυτή και αρχηγό της Αλ Κάιντα-, αναδεικνύοντας χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τους που δεν ήταν γνωστά, ήταν ωστόσο ικανά να ερμηνεύσουν γιατί και πώς άφησαν -καλώς ή κακώς- το αποτύπωμά τους στην Ιστορία· από τον Μίκαιλ Καλάσνικοφ και τον Βάτσλαβ Χάβελ μέχρι τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας.
Οι Αμερικανοί θα μπορούσαν να διεκδικήσουν σθεναρά βραβείο νεκρολογίας. Και να διδάξουν γιατί και πώς γράφουμε για τεθνεώτες, με εργαλεία που κρατούν την αφήγηση κοντά στα ανθρώπινα μέτρα, με έμφαση όχι μόνο στο μεγαλείο των διασήμων αλλά και τις ατέλειες και τα τρωτά τους, σύμφυτα με τη γήινη ύπαρξή τους.
Το πιο σημαντικό όμως το γράφουν οι Γκόντλμπεργκ και Μέις στον πρόλογό τους: «Μοιάζει να γίνεται ένα πρόσωπο ακόμη πιο αληθινό με το που μας αφήνει…(…) Ο θάνατος μας δίνει μια αληθινή ευκαιρία να συνδέσουμε τις ζωές μας με τη δική του ζωή».
Αυτή τη σύνδεση ακυρώνουν οι ψευδονεκρολόγοι, παραδίδοντας στη δημόσια σφαίρα μια κίβδηλη μαρτυρία, μια προσωπική ιστορία παραχαραγμένη, μια αλήθεια δίχως αποχρώσεις και κλειδιά κατανόησης της πορείας αυτού που «έφυγε». Ενα αφήγημα απατηλό – βομβαρδισμός ψεμάτων που τελικά ματαιώνουν, αν όχι και θυμώνουν, τους υποψιασμένους και σαφώς προσβάλλουν αυτούς που ταξίδεψαν μακριά. Ακόμη κι οι πιο σκάρτοι από δαύτους μπορούν να ακούσουν τα κόκκαλά τους να τρίζουν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News