Πρωί-πρωί της Καθαρής Δευτέρας, οι Κουρήτες άνοιγαν με πάταγο τις πόρτες των σπιτιών κι έβγαιναν στα σοκάκια. Κακάσχημοι, άκουροι, γενειοφόροι, εξαγριωμένοι, ασυνάρτητοι, έγκαυλοι, βρώμικοι, φαγωμένοι και πιωμένοι μέχρι σκασμού, μετέτρεπαν το χωριό σε προχριστιανικό οικισμό. Έκαναν διαβολεμένο θόρυβο, ασήκωτο στ’ αυτιά των ανθρώπων. Βροντούσαν κούφιους γκαζοντενεκέδες και βρώμικα τεντζερέδια με ξύλινα λοστάρια, πυροβολούσαν στον αέρα, έριχναν τα κλαδιά των ευκαλύπτων, διέλυαν τους γλόμπους των στύλων με πέτρες, βροντοφώναζαν ακατάληπτες φράσεις, ούρλιαζαν σαν λυσσασμένα σκυλιά, έβριζαν ο ένας τον άλλον, τραγουδούσαν πρόστυχα τραγούδια.
Έμπαιναν σ’ όποιο σπίτι συναντούσαν στον δρόμο τους δίχως να ρωτήσουν τον ιδιοκτήτη, άνοιγαν τις νταμιτζάνες με το κρασί και τις ρακές για να πιουν, έπιαναν τα χταπόδια και τους ταραμάδες με τα βρωμόχερά τους και μπούκωναν ο ένας το στόμα του άλλου, αναποδογύριζαν και κομμάτιαζαν με πάταγο ό,τι έβρισκαν στο διάβα τους. Οι γυναίκες έκαναν στην άκρη ή έμπαιναν στο διπλανό δωμάτιο, καθώς ξέρανε καλά πως τα παιχνίδια με σατανάδες δεν θα τους έβγαιναν σε καλό. Κι όπως περιφέρονταν αλλόφρονες στα σοκάκια και τις αυλές, οι κραυγές τους αντιβούιζαν στα λαγκάδια, κατέβαιναν τους φυτεμένους λόφους, περνούσαν τις ηλιόλουστες παραλίες και ξανοίγονταν πέρα στις θάλασσες. Κάτι αδέρφια τους εκεί στα βόρεια, στη Θράκη και τη Σαμοθράκη, Κορύβαντες τους λέγανε από τότε που γεννήθηκαν οι γλώσσες, άκουγαν τα ουρλιαχτά τους και τους απαντούσαν με ακόμα χειρότερα.
Καθότι οι κορυβαντιώντες χοροί του βορρά, αυτή η χορευτική έκσταση που άφηνε πίσω της σπέρματα, ξερατά και αυτοτραυματισμούς, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η έξαλλη υπενθύμιση της πρώτης γιορτής που διοργάνωσαν πάνω στη Γη οι πρώτοι άνθρωποι. Και οι Κουρήτες του νότου κορυβαντιούσαν, διότι με τη φασαρία τους κάλυπταν τα κλάματα του μωρού που κρυβόταν σε κείνη την απόμερη σπηλιά πάνω στο βουνό. Προφύλασσαν τον Δία από τις άγριες διαθέσεις του πατέρα του Κρόνου, κι ας μην ήξεραν πια οι Κουρήτες της δεκαετίας του ’70, ποιος ήταν ο Δίας και ποιος ο Κρόνος.
Ότι εκείνη η αποστολή βρισκόταν πια μέσα στο ιστορικό τους DNA κι ας ήταν οι Κουρήτες του χωριού μου άνθρωποι καθημερινοί κι αγράμματοι. Γεωργοί, τεχνίτες και βοσκοί που μια φορά τον χρόνο, κάθε Καθαροδευτέρα, κάτι φούσκωνε ξαφνικά από τα κατάβαθά τους και τους μετέτρεπε σε ζελζεβούληδες.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News