Μου ζητάς να έρθω, κι εγώ, κι εγώ το θέλω να φύγω μακριά, έστω για λίγο από αυτά τα φιλοκατήγορα στόματα, να πάρω μια εικοσιτετράωρη και να έρθω εκεί κάτω στο ακρωτήριο, στον βράχο με τα χαραγμένα αρχικά μας.
Το ξέρω πως τα κρατάς, αναμμένα. Τα σκάβεις, τα παντρεύεις, τα δένεις και τα συντηρείς καθημερινά, τόσα χρόνια τώρα, χτυπώντας με τον αγκώνα σου τον βράχο, έχεις ανοίξει ένα μικρό βαθούλωμα, το ξέρω και το λες το σπίτι μας για τη βροχή και τη μεγάλη μπόρα. Φυτεύεις «μαστούς» στο σχήμα του σταυρού πάνω σε πύργους πέτρινους, σε κάστρα, σε γκρεμούς και κυπαρίσσια να σκαρφαλώσει, να πιαστεί η λαχτάρα. Η επιθυμία. Να δει πίσω από τα γαλάζια τα βουνά αν ποτέ και πότε να ξεκίνησα.
Θέλω να έρθω στις πορτοκαλιές και στις ελιές, στα περιβόλια, τα πεθύμησα, να μπω να κόψω όπως παλιά με παγωμένα δάχτυλα καρπούς και άνθη, θέλω να έρθω να σταθώ στο κεφαλόσκαλο και να φωνάξω το όνομά σου, να ξυπνήσει το σώμα μέσα στο όνειρο και να το εξηγήσει, θέλω μα δεν θα το πιστέψεις με εμποδίζουν οι άνθρωποι που κρύβονται μέσα στις καρδιές, καραδοκούν και βλέπουν και καταλαβαίνουν και οσμίζονται το πότε και την ώρα που ετοιμάζεσαι και βάζεις το σακάκι το καλό και το λευκό πουκάμισο και ξεκινάς, βγαίνουν μπροστά με πέτρες με άγρια σκυλιά και σε εμποδίζουν.
Μου κλέβουν το δρόμο. Δένουν με σίδερα, με τα κλειδιά κλείνουν, κλειδώνουν, πόρτες, στενά και σταυροδρόμια, σηκώνουν σύρματα ηλεκτροφόρα, στήνουν παγίδες, δίχτυα, ξόβεργες, ανοίγουν, σκάβουν λάκκους, βγάζουν περιπολίες, βάρδιες, χτίζουν τους τέσσερις τους τοίχους, βγαίνουν με την αγάπη και το δάκρυ και κάνουν το πέρασμα αδύνατο.
Σε παρακαλώ αν μπορέσεις στείλε μου από τον περιστερώνα του Ζαφείρη ένα λευκό περιστέρι, θέλω να δοκιμάσω κάτι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News