Το σπίτι είναι στην Καβάλα. Στην Παναγία, στα πόδια της, στη χάρη της. Είναι πρωί και κατεβαίνω τη σκάλα. Θα έπρεπε να ήμουν ήδη στην Αθήνα «Η οδύνη των ανέργων και το δικαίωμα στην τεμπελιά». Η «οδός Πολυδούρη».
Το σπίτι στην Καβάλα είναι πολυώροφο, ανισόπεδο, υπόγειο, ανώγειο, δαιδαλώδες. Είναι φρούριο, φάρος, πύργος, τρύπα, πολεμίστρα, βάρκα, καράβι της γραμμής, δεξαμενόπλοιο, κουκέτα, καπναποθήκη, κερκίδα. Το σπίτι στην Καβάλα είναι Φεστιβάλ. Είναι λιμενοβραχίονας, Μονόπετρο, λασπόλουτρα, Παλιά Μουσική, προφήτης Ηλίας, Ιμαρέτ, Απεντομωτήριο, καμάρες, τελωνείο. Οι τόποι, τα σημεία τα εφτά. Τα θαύματα.
Γραμμένοι και άγραφτοι στίχοι που περιμένουν να τους ξαναβρώ, να τους ξαναπιάσω. Ρούχα, βιβλία, φωτογραφίες, λεξικά. Υποσχέσεις. Προσδοκίες. Όταν μετακινείσαι, δεν μπορείς. Δεν μπορείς να έχεις μαζί όλα τα εργαλεία σου. Τα απαραίτητα και αν. Τα βάσανα μπορείς, πρέπει. Όλα. Τα καραβοτσακίσματα.
Φεστιβάλ είναι γιορτή και δημιουργία. Δημιουργία και γιορτή, ένα βήμα πιο πέρα, πιο μπροστά, πιο πάνω. Όλοι και όλα. Μαζί. Μαζί με τις καθυστερήσεις, μαζί με τις αναβολές, τις αναστολές, τις αποτυχίες, τις ματαιώσεις.
Η γιορτή και η δημιουργία πρώτα κατοικεί στο μυαλό μας, μετά στην ψυχή μας. Αυτό είναι το σπίτι του Φεστιβάλ. Αυτό. Με τέτοια σπίτια είναι φτιαγμένη η «Συνοικία το όνειρο». Εδώ κατοικούμε όλοι. Μεγάλη η χάρη μας, μέρα που είναι σήμερα. Εδώ κατοικούμε.
Γι’ αυτό κοιμηθήκαμε τόσο ανήσυχα εχτές τη νύχτα, γι’ αυτό χάσαμε τον έλεγχο και λογομαχήσαμε, γι’ αυτό γράψαμε ένα τραγούδι, γι’ αυτό τρελαθήκαμε, ερωτευτήκαμε. Γι’ αυτό τώρα έπρεπε να είμαι ήδη στην Αθήνα.
Το σπίτι είναι διώροφο. Κατεβαίνω τη σκάλα. Εκείνοι είναι πάλι στο απέναντι μπαλκόνι. Με κοιτούν. Δεν με ξέρουν. Με γνωρίζουν. Δεν τους ξέρω. Τους αναγνωρίζω. Είναι ένα ζευγάρι ηλικιωμένο. Είναι το σπίτι τους. Εγώ είμαι ο καινούργιος, ο ξένος. Εγώ ο ξένος. Ο ξένος και ο μοναχός.
Με κοιτούν. Δεν μου μιλούν. Με κοιτούν επίμονα, ανήσυχα. Γυρνάω πίσω, ξεκλειδώνω. Κοιτάζω τον θερμοσίφωνα. Κλειστός. Τα παράθυρα, το μάτι της κουζίνας. Βάζω το φαγητό στο ψυγείο, ανοίγω χαμηλά το ραδιόφωνο, το φως το γαλάζιο στο χολ. Αφήνω χρήματα στο τραπέζι. Κέρματα. Ένα ποτήρι νερό. Το βιβλίο ανοιχτό στη σελίδα που διάβαζα. Παίρνω ομπρέλα – τι καλοκαίρι κι αυτό!
Βγαίνω ξανά. Κλειδώνω, κλειδώνω τρεις φορές. Με κοιτούν αλλιώς τώρα. Ήσυχοι. Ανακουφισμένοι. Τους κοιτάζω. Είναι άλλοι. Γίνανε άλλοι. Είναι οι γονείς μου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News