523
|

Οι άριστοι και οι άχρηστοι

Avatar Αναστασία Λαμπρία 10 Οκτωβρίου 2011, 07:30

Οι άριστοι και οι άχρηστοι

Avatar Αναστασία Λαμπρία 10 Οκτωβρίου 2011, 07:30

Δείτε εδώ το slide show με φωτογραφίες του Κώστα Μπαλάφα

Μέχρι χτες το βράδυ στις 9 κανένα τηλεοπτικό κανάλι, καμμιά ηλεκτρονική έκδοση εφημερίδας δεν αναμετέδωσε την είδηση (δεν το πληροφηρήθηκαν ή δεν έτυχε των προτεραιότητων της ειδησεογραφίας;): ο Κώστας Μπαλάφας έφυγε από τη ζωή χτες, «πλήρης ημερών» όπως πια λέμε για όσους αξιώθηκαν βίο μακρύ. Ο ίδιος δεν είχε μόνο βίο μακρύ, είχε βίο άξιο, με έργο πολύτιμο  που πιστεύω ότι ζέσταινε την καρδιά του και φλόγιζε το βλέμμα του. Και τη δική του, και τις δικές μας.  Προτού αποχωριστεί και δωρίσει το τεράστιο αρχείο του στο Μπουσείο Μπενάκη, το ‘χε φυλαγμένο στα παλιά κίτρινα και ασπροκόκκινα πλατιά κουτιά της Κόντακ, σε ράφια, συρτάρια και σεντούκια μέσα στο ταπεινό σπιτάκι της οδού Φιλικής εταιρείας, με τα κόκκινα παραθυρόφυλλα. Η εικόνα φαντάζει ρομαντική: δεν ήταν όμως. Κάθε μια από αυτές τις φωτογραφίες, που έφερνε ο Κώστας Μπαλάφας εβγαζε από το κουτί και σου έδειχνε (όχι με ευκολία, όχι αν δεν είχες περάσει τα διαγωνίσματά του) τις κρατούσε με τα κάπως τρεμάμενα πια χέριά του με την ίδια συγκίνηση και τον ίδιο σφιγμένο πόνο, σαν να ‘ταν το μαντήλι της μάνας του ή το μολυβάκι ενός χαμένου παιδιού. Τα χέρια του «κυρίου Κώστα», στιβαρά, δυνατά, χέρια χειρώνακτα στην όψη, δεν ξοδεύονταν σε πολλές κινήσεις, λίγο συνόδευαν τις περιγραφές του. Δεν μπορώ να την ξεχάσω την αίσθηση που άφηναν στο χαιρετισμό, είναι τόσο παρόντα στην αφή και στην ανάμνησή μου όσο και το κράτημα του πατρικού χεριού.

Δεν είχα σκοπό να γράψω λόγια για τον Κώστα Μπαλάφα, άλλωστε σε δύο προγενέστερα κείμενα στο protagon ( "O Mπαλάφας, η Robot, η ιστορία" , "Το ματωμένο ίχνος και η Ακαδημία: Κώστας Μπαλάφας" ), είχαμε πει ουκ ολίγα.

Οταν όμως είδα ή μάλλον άκουσα στις βραδινές ειδήσεις τον πρωθυπουργό από το Αγιον Όρος να μας ενθαρρύνει μιλώντας  αυτή την ξεχειλωμένη, χωρίς αλληλουχία, γλώσσα της ακυριολεξίας, της ασάφειας,  και της ξύλινης, αφασικής γενικολογίας: «ζούμε την εποχή των δύσκολων καιρών» και «προσπαθούμε να επιτύχουμε πιο μεγαλύτερη βιωσιμότητα» το νιωσα σαν προδοσία να μην αποχαιρετήσω από εδώ ένα σπουδαίο Έλληνα πού όργωσε, δούλεψε, μάτωσε, πολέμησε, έψαξε και βρήκε και έμαθε και το κάτω από την πέτρα αυτής της χώρας. Πού αποστρεφόταν το περιττό.  Που αποδρούσε και μαζί επέστρεφε μέσα από τον φακό. Που έστρεψε τα νώτα σε χρήματα και μεγάλα λόγια, επειδή είχε ακούσει με την καρδιά του πρώτα, την αγωνία εκείνου του ανθρώπου που πάσχιζε μουσκεμένος και όρθιος ώρες ατέλειωτες στο παζάρι των Ιωαννίνων στη δεκαετία του 60, να πουλήσει το ζωντανό του για να μη γυρίσει με άδεια χέρια στα παιδιά του.

Τα παιδιά με τα απλωμένα χέρια στη Σχολή Τυφλών, οι πουτάνες της Αθήνας, το αποκοιμισμένο παιδί πάνω στο μουλάρι με το λευκό του υπόδημα να φέγγει μέσα στη μαυρίλα της ζωής του, οι μουσικοί των χριστουγέννων στην γιορταστική Αθήνα, οι αντάρτες στα βουνά, οι ψαράδες της λίμνης.

Αμέτρητες φωτογραφίες, χιλιόμετρα φιλμ που σε αρπάζουν από το πέτο και σε χώνουν στο ελληνικό σύμπαν: σπαρακτικές χωρίς κανένα συναισθηματισμό, ευθύβολες και μαζί ατμοσφαιρικές, χωρίς κανένα στολίδι. Ήταν με το μέρος των προσώπων του ο Κώστας Μπαλάφας  των προσώπων του που δεν πουλήθηκαν – και τα ήθελε όρθια, όχι υποταγμένα.

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News