292
|

Ο Πετεινός της Πουλίδου

Θοδωρής Γκόνης Θοδωρής Γκόνης 12 Μαΐου 2013, 00:13

Ο Πετεινός της Πουλίδου

Θοδωρής Γκόνης Θοδωρής Γκόνης 12 Μαΐου 2013, 00:13

Και εκεί που είχες ξεχαστεί, λωτοφάγος μακάριος, ήρθε το λάλημά του και σε ξύπνησε από τον ύπνο τον βαθύ.
Κάποιος άνθρωπος δικός σου δε θα άντεξε να σε βλέπει έτσι και τον έφερε, τον έστειλε από τα μέρη σας, γιατί δεν μπορεί, είναι το ίδιο λάλημα μ’ εκείνο που σε ξύπνησε παλιά, που σε πήρε και σε σήκωσε, σε έδιωξε μακριά απ’ τους πνιγμένους.

Στις γιορτές, στις μεγάλες μέρες έτσι, έτσι γίνεται, ανοίγουν τα νερά, τα βουνά σχίζονται, η αγάπη βγάζει φτερό, νερό, δέντρο, φωνή, λάλημα, έγνοια.
Δεν άντεξε να σε βλέπει με τον φόβο αγκαλιά εσένα που σαν τον Πάνθηρα μπορούσες κι έγραφες οτιδήποτε περνούσε μέσα από τις φλέβες σου, δεν μπορούσε να ανεχτεί αυτή σου την καταδίκη.
Ήρθε με το λάλημα το αρχαίο, να σου θυμίσει την προδοσία, την αθέτηση, το σφάλμα, το λάθος το επαναλαμβανόμενο. Έφτασε κοκοράκι, ποτηράκι ξέχειλο, ζεματιστό, το ύψιλον, το υψηλόν, το υπερήφανο, το αρχοντικό, το σχολικό με τη χωρίστρα, το λοφίο, το λειρί, τη λύρα, το δοξάρι, το όλο πάθος σήμα του.

Κι-κι-ρι-κου
Κου -Καπόνι
Σήκω-βιάσου 
Ξημερώνει

Ευνουχισμένο κοκοράκι, Καπόνι, σε βρήκε στην Πουλίδου ο Αλέκτωρ ο προγονικός, της Ζήρειας, του Χελμού, του Αραχναίου και άρχισε φωνές, κραυγές και μουσικές και φτερουγίσματα πεταλουδίσματα και λόγια πέτρες στο παράθυρο στα τζάμια. Ζήτησε εξηγήσεις, λογαριασμούς, έβγαλε κιτάπια, τεφτέρια στη χρυσή τη σκόνη τυλιγμένα.      
Τετράδια δωδεκάφυλλα, εκατόφυλλα ντυμένα μπλε, με το σχοινί, τον κόμπο, το μελάνι, τη γραφή ανάγλυφη.
Χάρακα και διαβήτη, μολύβι και καρφί, τον όρκο, το συμβόλαιο με την υπογραφή, το βουλοκέρι. 
Πήδηξε πάνω στο κρεβάτι, σε άρπαξε, άρχισε να μασά το σβέρκο σου, ώσπου ν’ ανοίξεις στόμα πάλι στη ζωή.
Ήρθε και έφερε το αυγό το δίκροκο της όρνιθας, της Μητρικής ευχής. 
Στο τσούγκρισμα άτρωτο. Να σε πληγώσουν, να σε χτυπήσουν πια δε θα μπορούν. Δε θα τολμούν.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News