Βγαίνοντας από το θέατρο με τη φίλη που μας επισκέφτηκε από τον Βορρά, ακούσαμε μια μεσόκοπη κυρία να μονολογεί «καλά όλα αυτά, μα το κείμενο»;
Πόσο δύσκολο είναι σήμερα να ακούσει κανείς ένα κείμενο, να βρει τη συγκέντρωση, το κουράγιο, την υπομονή, το αυτί, αλλά και πόσο δυσκολότερο είναι να βρεθεί εκείνο το στόμα το θαρραλέο που θα πει το κείμενο και θα το καταλάβει ακόμα και ο γάιδαρος που κρέμεται στον τοίχο του γραφείου του παλιού δασκάλου και γράφει, «κι εγώ πρέπει να καταλάβω»;
Ποιος είναι ο άνθρωπος εκείνος που διαθέτει άδειο χώρο, να γεμίσει, να πλημμυρίσει, να αδειάσει απ’ όλους κι από όλα, να γίνει ανάλαφρος σαν τον κορυδαλλό που όσο περισσότερο πετά και ανεβαίνει, τόσο δυναμώνει το τραγούδι του και φανερώνει τη φωλιά του και το χρώμα του, το νόημα και την πηγή;
Αν οι Ελληνες υποστήριξαν πως ο Ομηρος ήταν τυφλός το έκαναν μόνο και μόνο για να τονίσουν πως η ποίηση δεν χρειάζεται γυαλιά
Ποιος έχει την αναπνοή να αντέξει πατητή πεντακοσίων σελίδων, ποιος έχει στη γκαρνταρόμπα του τέτοιο σκάφανδρο να φτάσει στο βυθό τους, να γίνει σφουγγάρι και μαργαριτάρι τους, να ανέβει και να κοινωνήσουμε τη χάρη τους;
Ποιος είναι εκείνος που θα χρεωθεί τη νόσο των δυτών για μας;
Ποιος είναι εκείνος που αντέχει και γεμίζει το στόμα του αναμμένα κάρβουνα – σαν το βαρύ σίδερο πέρα δώθε στον αέρα – λέξεις φωτεινές, αστραφτερές, νοήματα και σκέψεις, ν΄ αρνηθείς και να πιστέψεις;
Αν οι Ελληνες υποστήριξαν πως ο Ομηρος ήταν τυφλός το έκαναν μόνο και μόνο για να τονίσουν πως η ποίηση δεν χρειάζεται γυαλιά, της αρκούν τα δυο της τα αυτιά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News