Σκόνταψα πάνω του σε μια βόλτα. Είχε διάφορες ροζ και πράσινες και κίτρινες μουτζούρες που έμοιαζαν σαν λέξεις που κάποιος μετάνιωσε κι έσβησε βιαστικά με το χέρι. Τον αγόρασα δίχως δεύτερη σκέψη σαν να του υποσχόμουν μια ζωή χωρίς σβησμένες λέξεις και μουτζούρες. «Τι θα τον κάνεις;», με ρωτούσαν όλοι. Μα πώς γίνεται να πιστεύουν ότι τον πήρα για κάποια χρήση; Να θυμάμαι μόνο ήθελα.
Να ανακαλώ τα χρόνια που αισθανόμουν το πιο κορίτσι του κόσμου. Ετοιμαζόμουν για το σχολείο και τα πάντα γίνονταν σαν προετοιμασία για την ώρα που θα σηκωνόμουν στον πίνακα για το μονόπρακτό μου. Τα μαλλιά, το τζιν, το μακό, ο τρόπος της κιμωλίας στα δάχτυλα. Γι’ άλλους ο μαυροπίνακας συμβόλιζε και εξακολουθεί το αντικείμενο της δοκιμασίας. Για εμένα υπήρξε ό,τι η σκηνή για τον ηθοποιό. Μονίμως διαβασμένη, ακόμη και στο παρακάτω μάθημα, σηκωνόμουν για να λύσω άσκηση με μιαν αυτοπεποίθηση που όσο τη σκέφτομαι τόσο κλείνομαι στο καβούκι μου. Ήξερα, βλέπετε, και το παρακάτω. Σήμερα ξέρω μόνο το παραπάνω απ’ το σήμερα. Το χθες, δηλαδή… κι αυτό, μισό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News