Ποτέ δεν είναι αργά να γνωρίσεις ανθρώπους που θα σου αφήσουν παρακαταθήκη κάτι από την αύρα τους, έστω και ένα μέρος της σκέψης τους. Τον Λουκιανό καθυστέρησα να τον συναντήσω και να του μιλήσω. Ηταν το 2002 όταν βρισκόμουν σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό που έπαιζε καλό τραγούδι -«έντεχνο», βαυκαλιζόμασταν- και ο Κηλαηδόνης είχε κάνει ένα μάζεμα των καλύτερων -όχι, απαραίτητα, πιο εμπορικών του- τραγουδιών στον δίσκο «Ο COWBOY σε χαμηλή πτήση». Ετσι ακριβώς. Με πεζοκεφαλαία γράμματα. Ηταν μια συλλογή -κυκλοφόρησε από τη LYRA- η οποία κουβαλούσε 22 πολύ αγαπημένα τραγούδια τού «Λούκι», από τα άλμπουμ του «Είμαι ένας φτωχός και μόνος cowboy», «Ψυχραιμία, παιδιά!» και «Χαμηλή πτήση». «Η επιλογή των τραγουδιών έγινε αποκλειστικά από εμένα», μου είχε πει σε εκείνη τη συνέντευξη ο καουμπόη της ελληνικής μουσικής, ο οποίος τότε ήταν, σχεδόν, 60 χρόνων.
Ηταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα από τόσο κοντά, αν και τον είχα δει σε πολλές εμφανίσεις του. Αργησα να τον συναντήσω; «Ολα για κάποιον λόγο γίνονται» μου είχε πει, αφήνοντας στο τέλος ένα αινιγματικό χαμόγελο, αλλά και τόσο σαρκαστικό, τύπου «σιγά, δεν έχασες και τίποτα». Αυτός ο καλλιτέχνης -που είχε διαγράψει μια τέτοια πορεία στον συγκεκριμένο χώρο αφήνοντας πίσω του, σε εμάς, τόσα σημαντικά τραγούδια- μπορούσε να περιγελά τον εαυτό του ορμώμενος από μια ενδελεχή αυτογνωσία και μια κοσμοθεωρία που έλεγε «αυτή είναι η στάση ζωής μου, χλωμά πρόσωπα, δεν έχω να αποδείξω τίποτα και σε κανέναν».
Οταν τον είχα ρωτήσει εάν θεωρεί ότι το «Πάρτυ στη Βουλιαγμένη» αποτέλεσε το ελληνικό Γούντστοκ απάντησε, χωρίς περιστροφές, «ήταν ένα πάρτυ, απλώς, με διάθεση και τρέλα, όπως θα έπρεπε να είναι όλα τα πάρτυ. Ηρθε σε μια εποχή εντελώς διαφορετική, αυθόρμητη, τότε που όλα ήταν διαφορετικά μέσα μας, ίσως υπήρχε ξενοιασιά και αθωότητα. Σκέψου, Σεραφειμάκο, ότι τότε το πάρτυ το γράφαμε με ύψιλον, όχι με γιώτα, όπως τώρα». Αυτό το «Σεραφειμάκο» ακόμα το κουβαλάω μέσα μου, ήταν ό,τι πιο γλυκό μπορούσε να μου πει ένας άνθρωπος που έγραψε τόσα κομμάτια, με τέτοιες μουσικές και, βασικά, έμπλεα μηνυμάτων.
Οταν πήγα τη συνέντευξη προς τα εκεί, προς το βάθος των στοίχων, απάντησε ότι «απλώς έτυχε και κατέγραψα αυτά που βλέπουμε όλοι, σε μια Ελλάδα που δεν πρόκειται να αλλάξει προς το καλύτερο και, πιθανώς, πιστεύω ότι θα γίνει χειρότερη. Τα αισθήματα εδώ και χρόνια διυλίζονται μέσα από τα λεφτά και η ευμάρεια δεν είναι, πλέον, ψυχική, αλλά αποκλειστικά υλική. Πού βαδίζομεν; Προς το χειρότερο».
Η συνέντευξη, αφού του έκανα κι άλλες ερωτήσεις, θα τελείωνε και ένιωθα -έπειτα από δυο ώρες- ότι δεν τον είχα ρωτήσει τίποτα! Λογικό. Με μια τέτοια καλλιτεχνάρα δίπλα σου, που άφησε τέτοια αποτυπώματα στο πεντάγραμμο και στις ζωές μας, στερεύουν ποτέ οι ερωτήσεις; Ετσι, κλείνοντας -σόρι, αυτό μου ήρθε- τον ρώτησα εάν έχει σκεφτεί το τέλος του – και εννοούσα της καριέρας του, ο «Λούκι» μού φαινόταν αθάνατος τότε, δεν θα μπορούσα να αναρωτηθώ περί θανάτου. Εκείνος, όμως, κατάλαβε αυτό που δεν… σκέφτηκα και μου απάντησε. «Ε, πώς θα είναι; Μια μέρα όπως όλες οι άλλες. Μπορεί να έχει ήλιο, μπορεί να βρέχει, δεν ξέρω, θα είναι σίγουρα, όμως, μια σουίνγκ ημέρα. Αλλά μπορεί να είναι και νύχτα» είπε και γέλασε, πάντα με εκείνη τη σύσπαση στα χείλη του.
«Να σου κάνω κι εγώ μια ερώτηση, αλλά θα απαντήσεις χωρίς να σκεφτείς καθόλου;», μου είπε κοιτώντας με ίσια στα μάτια. «Φυσικά», απάντησα, ενώ η φυσικότητα πιθανώς είχε χαθεί από το πρόσωπό μου, δεν μπορεί να είσαι άνετος όταν σου απευθύνει ερώτηση αυτός ο σημαντικός άνθρωπος. «Αν έπρεπε να επιλέξεις ένα και μόνο, ποιο είναι το δικό σου αγαπημένο τραγούδι από τους δίσκους μου;». «Οταν η πόλη κοιμάται» απάντησα, με όλη την αλήθεια εκείνης της στιγμής. Περίμενα να με ρωτήσει «γιατί;», αλλά δεν το έκανε. Ο Λουκιανός, όσο τον κατάλαβα, δεν θα ήταν ποτέ προβλέψιμος.
Με τον «Λούκι» δεν μιλήσαμε ποτέ ξανά, έτσι κι αλλιώς εάν δεν ήταν τότε η καλή συνάδελφος από τη δισκογραφική εταιρεία LYRA να κανονίσει τη συνέντευξη, δεν θα του είχα μιλήσει ποτέ.
Η είδηση του θανάτου του, σε μια ημέρα που έβρεχε από το προηγούμενο βράδυ, γινόταν πιο θλιβερή και κάπου εκεί μπερδεύονταν οι πτήσεις του που δεν θα ήταν, πια, χαμηλές, αλλά για άλλους κόσμους. Ο ίδιος μάλλον θα γελούσε με όλα αυτά, «μικροαστικά» θα τα χαρακτήριζε και θα έφτιαχνε τα μαλλιά του με την απαράμιλλη γοητεία που πήγαζε από το μυαλό του.
Ο Λουκιανός δεν είναι, πια, ανάμεσά μας, ίσως ποτέ δεν ήταν, το μυαλό του ταξίδευε σε άλλες διαστάσεις, μακριά από οτιδήποτε γήινο. Και, τελικά, η μουσική, χωρίς εκείνον, έφαγε ήττα και έμεινε ένας φτωχός και μόνος καουμπόη. Ετσι. Με ήτα…
Ο Σεραφειμάκος
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News