1520
|

Ο Κυνόδοντας στα Όσκαρ

Ο Κυνόδοντας στα Όσκαρ

Θυμάμαι όταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος απέσπασε το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες με το Αιωνιότητα και Μια Μέρα. Ήμουν παρών και στις δυο προηγούμενες συμμετοχές του με το Μετέωρο Βήμα και το Βλέμμα του Οδυσσέα- η δεύτερη θέση του τελευταίου μάλιστα είχε οδηγήσει τον σκηνοθέτη σε μια πικραμένη παραλαβή του Μεγάλου βραβείου της Επιτροπής, καθώς προφανώς περίμενε το πρώτο έπαθλο, που κατέληξε στην έτερη «Βαλκανιάδα», το Underground του Εμίρ Κουστουρίτσα. Ο Χρυσός Φοίνικας για την Αιωνιότητα παραμένει ως και σήμερα η ανώτερη διάκριση που έχει λάβει ελληνική ταινία, καθώς επιδόθηκε ομόφωνα, δια χειρός Σκορσέζε, από την πιο αναγνωρισμένη κινηματογραφική αρχή, ανεξάρτητα αν κάποιοι από εμάς (θεατές ή κριτικούς, δεν έχει και τόση σημασία) δεν είχαν ενθουσιαστεί με τη συγκεκριμένη ταινία για πολλούς λόγους: μερικοί θεώρησαν πως ο Αγγελόπουλος έχει γυρίσει καλύτερες ταινίες στο παρελθόν, και άλλοι απλώς δεν πιστεύουν στο σινεμά του.

Όταν είχα επισημάνει στο κανάλι όπου τότε δούλευα πως ο Αγγελόπουλος πάει για Φοίνικα, είχα αντιμετωπίσει αδιαφορία, αντιστρόφως ανάλογη με την περίπτωση που, για παράδειγμα, μια εθνική ομάδα αθλήματος, ή η συμμετοχή μας στη Eurovision. Γνωρίζουμε με ποιο τρόπο καλύπτεται η νίκη της Ελλάδας σε τέτοια σπορ όπως το μπάσκετ ή το ποπ τραγούδι. Αν και ο κινηματογράφος είναι λαϊκή τέχνη που ξεκινάει συχνά από τη μαζική ψυχαγωγία και καταλήγει, σπάνια, σε υψηλά επίπεδα, κατάλαβα πως το μιντιακό αντίκρισμα ήταν περιορισμένο, ακόμη και σε μια σπουδαία, μοναδική στιγμή, μια διάκριση διεθνή.

Συνάδελφοι από όλον τον κόσμο μου έδιναν συγχαρητήρια για τη νίκη του συνονόματου, αλλά το κανάλι ζήτησε ξερά μια τηλεφωνική ανταπόκριση. Τα Νόμπελ και οι Κάννες ανήκουν σε μια διαφορετική κατηγορία ενδιαφέροντος σε σχέση με τα Όσκαρ. Δεν εξάπτουν τη φαντασία του κόσμου, λείπει ο μύθος και η αίγλη. Η ομορφιά νικάει συνήθως την ωραιότητα. Και όταν δεν υπάρχει μεζούρα για να μετράει την ποιότητα, η αντικειμενικότητα δίνει τη θέση της στη φωτογένεια. Οι σκηνοθέτες είναι αφανείς δημιουργοί, ενώ οι τραγουδιστές λαμπεροί μπροστάρηδες. Λογικό είναι λοιπόν να ταυτίζεται ο θεατής με τον performer αλλά μέχρι ποιο σημείο; Ο Γιάννης Αγγελάκας είχε πει πως ο Έλληνας και σε διαγωνισμό χεσίματος να πρωτεύσει, θα βγει με σημαίες να πανηγυρίζει στην Ομόνοια, εννοώντας, όπως και ο Σαββόπουλος σε παρόμοια δήλωση, πως περιμένουμε μια ασήμαντη αφορμή με τη χώρα μας στον τίτλο, για να δείξουμε την υπανάπτυκτη πλευρά μας.

Στα όμορφα Όσκαρ οι Έλληνες έχουν φτάσει αρκετές φορές. Η ενδυματολόγος Θεώνη Όλντριτς που πέθανε πολύ πρόσφατα ήταν πολιτογραφημένη Αμερικανίδα και Νεοϋορκέζα του θεάτρου, οπότε δεν πιάνεται. Η Παξινού το πήρε αλά δεν εξαργυρώθηκε σε καριέρα ανάλογη. Ίσως επειδή βραβεύτηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου και το μυαλό βρισκόταν στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να μην συνεχίσει με την αυτοσυγκέντρωση και την επιμονή που χρειαζόταν, ίσως να μην της προσφέρθηκαν οι ρόλοι, λόγω ηλικίας, φυζίκ και συγκυριών, που θα της επέτρεπαν να γίνει γνωστή σε μαζικότερες ταινίες.

Η Μελίνα ήταν υποψήφια με το Ποτέ την Κυριακή αλλά, λόγω του παρελθόντος του Ντασέν με την Αμερική, δεν πίστεψε πως την ενδιέφερε πραγματικά να κερδίσει. Έκανε μάλιστα δηλώσεις τότε που ήταν αρνητικές προς μια πιθανή νίκη της: «Δεν είμαι πολιτικός για να ζητήσω ψήφους για το Όσκαρ», είχε πει ειρωνικά το 1960 σε αμερικανικό έντυπο, μη γνωρίζοντας πως μετέπειτα θα γίνει γνωστή παγκοσμίως ως υπουργός Πολιτισμού. Μποϊκοτάρισε την απονομή και δεν πήγε, παρακαλώντας τη Ντένη Βαχλιώτη και τον Χατζιδάκι να μην παραστούν. Ο Μάνος Χατζιδάκις δεν ήταν παρών στην απονομή και ενώ φωτογραφήθηκε την εποχή εκείνη δίπλα στο Όσκαρ του για τα Παιδιά του Πειραιά, στη συνέχεια δεν ήθελε να έχει σχέση με τη βράβευση, όπως και με μια ολόκληρη εποχή που έχει να κάνει με τις πρώτες του επενδύσεις για το σινεμά. Τα ενσταντανέ με το Όσκαρ μοιάζουν με διαφημιστικές πόζες, τόσο απούσα είναι η ψυχή του πλάι σε αυτό. Ούτε και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου έδωσε έμφαση στο Όσκαρ του για τους Δρόμους της Φωτιάς και δεν πήγε καν στην απονομή του 1982 λόγω φοβίας στα αεροπλάνα.

Ο Βασίλης Φωτόπουλος βραβεύτηκε για τα σκηνικά του Ζορμπά το 1965 αλλά η ζωγραφική ήταν κατά βάση το επάγγελμα του, και η Ελλάδα η έδρα της καρδιάς του. Σαν να μουτρώνουμε όταν φτάνουμε κοντά ή αγκαλιά στα βραβεία. Και ο Λάνθιμος αισθάνθηκε αμηχανία όταν του ανακοίνωσαν την υποψηφιότητα του, σαν να μην ήξερε αν θα πρέπει να νιώσει υπερηφάνεια ή κάτι ανάμεσα σε ταπεινότητα και σνομπισμό. Αν και 5 φορές υποψήφιος για Όσκαρ (τρεις για τον Ζορμπά και άλλες δυο στην κατηγορία του ξενόγλωσσου φιλμ για την Ηλέκτρα και την Ιφιγένεια), ο Μιχάλης Κακογιάννης θέλησε να κάνει τις δικές του ταινίες, αρνούμενος να αποδεχθεί προτάσεις για φιλμ που θα ανήκαν πνευματικά και υφολογικά σε άλλους παραγωγούς. Κοντολογίς, δεν θα ήθελε ποτέ να υπογράψει τον χαοτικό Τουρίστα, όπως έκανε ο Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ μετά το Όσκαρ για τις Ζωές των Άλλων, υποκύπτοντας στις σειρήνες του Χόλιγουντ και τη σειρήνα που ονομάζεται Αντζελίνα Τζολί.

Φαντάζεστε η Τζολί, ή μια σταρ παρόμοιου βεληνεκούς και ακαταμάχητης σαγήνης, να πλησιάσει τον Γιώργο Λάνθιμο, τώρα που ο Κυνόδοντας έχει βρεθεί στην πεντάδα του ξενόγλωσσου Όσκαρ, και πολλοί στην Άγρια Δύση της Αμερικής θα αναρωτιούνται ποιος είναι ο τύπος που σκηνοθέτησε αυτή την παράξενη και σκοτεινή ταινία με αφορμή την οικογένεια και θέμα την προσωπική ελευθερία. Φανταστείτε επίσης να του προτείνουν να σκηνοθετήσει μια περιπέτεια ή ένα δράμα-κομεντί, με τον τρόπο που το Χόλιγουντ παραδοσιακά καταπίνει ταλέντα για να τα αξιοποιήσει κατά βούληση.

Ο Λάνθιμος δεν έχει σχέση με όλα αυτά, αν και στις συνεντεύξεις του, μεθοδικές πριν την έξοδο της ταινίας και αραιότατες αφού βγήκε ο Κυνόδοντας στις αίθουσες, δεν αποκλείει τίποτε, με την προϋπόθεση να ελέγχει το τελικό προϊόν. Θέλει να συγγενεύει με τον Δαμιανό, τον Παπατάκη, τον Αντονιόνι και τον Μπουνιουέλ, δεν αναφέρει τον Σπίλμπεργκ αλλά τον Χάρμονι Κορίν. Ξεκινάει την πραγματική του φιλμογραφία από την Κινέττα, κι όχι από τον Καλύτερο μου Φίλο και τα βιντεοκλίπ με τη Βανδή και το Ρουβά.
Παραγγελιές, αλλά το Άντεξα δείχνει το ταλέντο, με ένα σέξι μονοκάμερο που δεν έχει σχέση με τις τυπικές, ωραιοποιημένες αγιογραφίες των Ελλήνων τραγουδιστών από τους εντολοδόχους σκηνοθέτες. Κατά την προσφιλή μας συνήθεια, θα τον δούμε να αναφέρεται ως ο σκηνοθέτης των Μήτσων και του Ρουβά, σε μια δήθεν τσουχτερή απόπειρα να μειωθεί η πραγματική του ανησυχία, συγκρινόμενη με τη δουλειά που κάνει αξιοπρεπώς για βιοπορισμό ( ωστόσο το διαφημιστικό Put the Κοτ Down Slowly είναι νομίζω δικό του και αποτελεί ευφάνταστο δείγμα μικρού μήκους κατά παραγγελία).

Μετά την είσοδο του Λάνθιμου στην πεντάδα διάβασα κάτι σχόλια, τύπου «θα έπρεπε να αποσύρουμε μια ταινία άρρωστη και αντεθνική». Κάποιοι ενοχλούνται που στέλνουμε μια ταινία που δεν προάγει τον ελληνικό πολιτισμό αλλά προβάλλει τη σήψη της αγίας ελληνικής οικογένειας. Μπορεί να είναι οι ίδιοι που κάποτε θαύμασαν τις ταινίες των Αμερικάνων σκηνοθετών που έθαβαν το Βιετνάμ. Ποιος τους παίρνει στα σοβαρά; Κανείς νομίζω. Δε νομίζω πως ποτέ ο Λάνθιμος θα γυρίσει τον Τζέιμς Μποντ (ο σοβαρός Σαμ Μέντες θα σκηνοθετήσει τον επόμενο, οπότε ποτέ μη λες ποτέ) αλλά, όπως οι πειρατές, μπορεί να μπει στον πειρασμό να φτάσει τον ορίζοντα.

Πόσο πιθανό είναι να πάρει το Όσκαρ; Ας πούμε πως δεν είναι απίθανο, αφού έφτασε στην πεντάδα. Το σύστημα ψηφοφορίας δεν αποκλείει τη δεύτερη επιλογή. Δηλαδή, ένα μέλος της Ακαδημίας ψηφίζει την πρώτη του προτίμηση και μπορεί να συμπληρώσει κι άλλη μια τουλάχιστον, με μικρότερη βαθμολογία. Αυτό σημαίνει πως μια ταινία που δεν είναι φαβορί μπορεί να μαζέψει πολλές χαμηλότερες προτιμήσεις και ξαφνικά να βγει μπροστά, ξεπερνώντας τους επικρατέστερους. Χωρίς μάλιστα να ακουστεί και πολύ. Εξ ου και ιστορικά υπάρχουν εκπλήξεις στη συγκεκριμένη κατηγορία- το 1980 το «Η Μόσχα δεν Πιστεύει στα Δάκρυα» εκτόπισε τον Λουί Μαλ και τον Ακίρα Κουροσάβα!

Αν πάρει ο Λάνθιμος το Όσκαρ, δε θα βγει κανείς στην Ομόνοια να πανηγυρίσει, δεν είναι η στόφα του σινεμά ίδια με το Μουντιάλ ή τη Eurovision, αλλά και τα media αισθάνονται αμηχανία μπροστά σε μια διάκριση που έχει να κάνει με πνεύμα. Κυρίως, είναι μια προσωπική υπόθεση του σκηνοθέτη και των συντελεστών της ταινίας, παρότι η υποβολή της ταινίας έγινε μέσα από κρατικούς μηχανισμούς, με μια επιτροπή που συγκλήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού για να αποφασίσει ποια ταινία θα μας εκπροσωπήσει στα Όσκαρ, ελλείψει των κρατικών βραβείων- έτυχε να είμαι μέλος της συγκεκριμένης επιτροπής και η απόφαση ήταν ευχάριστα ολιγόλεπτη και ενθουσιωδώς ομόφωνη. Είναι τέλος μοναδική ευκαιρία η Ελλάδα να εξάγει, μέσω ενός ανθρώπου που το όραμα είναι ολότελα δικό και του ανήκει πέρα ως πέρα (αφού δεν υπάρχει καλλιτεχνικό ρεύμα που να προέρχεται από πολιτική βούληση, συγκεκριμένη σχολή, ή κρατική επιχορήγηση) ένα κομμάτι πολιτισμού, αφού δεν έχουμε και τίποτε καλύτερο να επιδείξουμε ως πρόταση και άποψη, παρά μόνο την ηττοπάθεια και τη γκρίνια μας για τα βασανιστήρια που μας υποβάλλουν οι έξω από δω. Καλό θα ήταν να πάψουμε για λίγο να συγκρίνουμε τη συλλογική εθνική συνείδηση με οποιοδήποτε επίτευγμα Έλληνα.

Προσωπικά, χαίρομαι για τις διακρίσεις του Κυνόδοντα, κυρίως γιατί μου αρέσει πολύ η ταινία και την εκτιμώ, όπως εκτιμώ αντίστοιχα μια μη ελληνόφωνη ταινία που έχει την ευκαιρία, μέσω διακρίσεων, να φτάσει σε περισσότερο κόσμο και να ανεβάσει τον πήχη του γούστου. Αντίστοιχα θαυμάζω τον Γιουσέιν Μπολτ, γιατί τρέχει γρηγορότερα από τους Έλληνες σπρίντερ και έχει εντυπωσιακό στιλ που σε συναρπάζει. Υπάρχει κάποιος λόγος να υποστηρίξω το Ρόδα Τσάντα και Κοπάνα; Ο Κυνόδοντας, ή το Άτεμπεργκ για παράδειγμα, είναι ταινίες διεθνιστικές με την Ελλάδα στο DNA τους.
 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News