Με καρφωμένα τα μάτια αντίκρυ στο χωριό, το παιδί έβρισκε αμέσως το δικό τους φουγάρο, ήξερε όλες τις ώρες που έβγαινε καπνός και από την κρυψώνα του φανταζόταν τη μάνα του για κάμποση ώρα: να φέρνει γύρους το ζυμάρι, να το κεντά με κοτσίδες και ύστερα να ανάβει τα ξύλα και να κουπώνει με τη γάστρα το ψωμί.
Καμιά φορά το μυαλό του -παιδικό ακόμη και άγουρο- γύριζε στη σύντομη οικογενειακή τους ζωή, όταν ο πατέρας, αντάρτης γύρναγε στα βουνά και δεν το είχε ακόμη αντικρίσει. Τότε ήταν που ο Δημητράκης χωνόταν ακόμη στο βυζί της μάνας του και με τα χορτασμένα από γάλα χείλη τεντωνόταν ως το αυτί της και τη ρωτούσε σχεδόν παραπονιάρικα «Εμένα, πότε θα μου διαβάσεις;». Και εκείνη, σαν κάπως ντροπιασμένη αφού δεν ήξερε γραφή, μήτε ανάγνωση, χαμήλωνε τα μάτια, χαμογελούσε αμήχανα και απάνταγε «Όποτε θες εσύ, παιδάκι μου».
Ύστερα όταν ο πατέρας επέστρεψε, άγριος, σταχτόμαυρος σαν τις ξερολιθιές στις ανηφόρες, σκληρός, μάζεψε τα φρύδια του ένα βράδυ και βροντερά ανακοίνωσε: «Δεν είσαι συ παιδί δικό μου, ούτε άλλο αυτός πια αδερφός σας», τον έχωσε σε ένα σακί, το έδεσε κόμπους πολλούς με μια τριχιά και έσυρε το παιδί όλο το δρόμο ως κάτω το ποτάμι στον παππού από τη μάνα του. «Μην κλαις άλλο, παιδάκι μου», του έλεγε ο παππούς, καθώς του έπλενε με ξύδι και καπνό τα χτυπημένα πόδια και τις μελανιασμένες παλάμες. Μαζί του θα έμενε ο Δημητράκης όλα τα παιδικά του χρόνια ως τα δεκατρία, αντικριστά από την υπόλοιπη οικογένεια, που λίγο-λίγο τον ξέχασε και ολόκληρο το μικρό χωριό που ήταν και εκείνο απέναντι σε τούτο δω το νόθο.
Σε αυτό το χωριό, βουνό, σπίτια και άνθρωποι, όλοι μαζί ήταν από την ίδια πέτρα, οι χωριανοί νήστευαν σαρακοστές και η μάνα του Τετάρτη και Παρασκευή και από το λάδι και κάθε Κυριακή πήγαιναν όλοι στη λειτουργία, έφερναν ζυμωμένα πρόσφορα και κεριά από βασίλισσες μέλισσες τυλιγμένα σε κεντημένες με παγώνια πετσέτες, έκαναν κόλλυβα, ξομολογούνταν και μεταλάβαιναν. Και ο Δημητράκης της εξορίας μες την ανυπομονησία της παιδικότητάς του έκανε υπομονή και έμαθε να κρατά πάντα τα κλάματα σαν έβλεπε τ' άλλα του αδέρφια να περνούν στολισμένα, ώσπου έφθανε στο γεφύρι και εκεί κάτω άρχιζε τον θρήνο. Μια στις τόσες, Χριστούγεννα, Μεγάλη Παρασκευή, 14 Αυγούστου ερχόταν να τον δει μια θεια του, αδερφή του πατέρα που δεν τον θέλησε, η μόνη που του στεκόταν. Και σε εκείνη την αυλή του παππού, χωρίς λουλούδια, δέντρα και πουλιά, θεία και ανιψιός κάθονταν αγκαλιασμένοι, εκείνη τον φίλαγε και του έχωνε στις τσέπες ό,τι λεφτά μπορούσε, του έφερνε πίτα, ρούχα και καμιά καραμέλα και το παιδί τη ρωτούσε γιατί και πόσο ακόμη.
Τη Μεγάλη Παρασκευή τα υπόλοιπα «κανονικά» αδέρφια του, μαζί με άλλα παιδιά, με καλάθια και λουλούδια γύριζαν τα σπίτια, έψελναν τα Πάθη του Χριστού «για τους άνομους» που Τον σταύρωσαν και έδιναν λουλούδια. Γλύκαιναν οι μεγαλύτεροι, άνοιγαν τα σπίτια στα παιδιά, άλλος τους έδινε αυγά, άλλος κουλούρια, ο καθένας ό,τι είχε. Στα πρώτα χρόνια της ζωής με τον παππού ο Δημήτρης ζήλευε τις συνήθειες αυτές και ήθελε να ήταν και αυτός μαζί, μα γρήγορα έπαψε να νοιάζεται.
Τέτοια μέρα κατά το μεσημέρι κατέβαινε μόνος στην εκκλησία, ακριβώς την ώρα που όλο το χωριό σα λιτανεία, άνδρες, γυναικόπαιδα και γέροι, ξεκινούσαν για το μικρό νεκροταφείο στην άλλη άκρη. Να αποχαιρετίσουν τέτοια μέρα τους προγόνους και ύστερα να κάψουν τον Ιούδα. Ο παπάς πήγαινε μπροστά με το παλιό θυμιατήρι γεμάτο αγίασμα και δεντρολίβανο και πίσω του οι συγχωριανοί, βουβοί, σκυφτοί και μελαγχολικοί αναστέναζαν και συχνά ένα βαθύ «Κύριε Ελέησον» ακουγόταν από κάποιο χείλι. Και εκεί, γύρω από τους τάφους έστηναν το τραγούδι, βαρύ, μακρόσυρτο και πένθιμο σα μοιρολόι, με τα μάτια καρφωμένα στα ονόματα των ξύλινων σταυρών, κοιτώντας πεινασμένα, να σηκώσουν τους νεκρούς τους, να τους αναστήσουν έστω για λίγο, να μπορέσουν να ξαναδούν τους τοίχους, τους αργαλειούς, τη βρύση, τα πηγάδια, τις πεζούλες που άφησαν. Και ύστερα η πομπή έφθανε ως πέρα το μεγάλο αλώνι για το κάψιμο του Ιούδα.
«Υπάρχει, θεια, ένας Χριστός που μόνο σταυρώνεται χωρίς να τον ανασταίνουν. Σε τούτο το χωριό, μέσα σε αυτά τα σπίτια από ξερολιθιά και άχυρο, ζουν άνθρωποι που ποτέ δεν ανασταίνουν τον Χριστό, μονάχα καίνε τον Ιούδα. Κοίτα τους πέρα στο αλώνι πώς προετοιμάζουν με τόση επιμέλεια τη μεγάλη φωτιά. Έφτιαξαν ένα απαίσιο ξόανο, φτωχό, τριμμένο, αποκρουστικό, γεμίζουν την κοιλιά του με άχυρα, από εκείνα που πάνω τους κυλιούνται στα κατώγια πρόβατα και γουρούνια και μυρίζουν βαριά κοπριά, και τα παιδιά φέρανε από το λόγγο κλαδιά, πουρνάρια και πέτρες, τα έφτιαξαν όλα έναν μεγάλο σωρό και εκεί πάνω την κρίσιμη στιγμή, όλοι πετούν με μίσος τις πέτρες, για να ματώσει πριν καεί το ομοίωμα, για να ξορκίσουν και να τελειώνουν μια και καλή με τον εχθρό, αυτό το αιώνιο κακό, ανταποδίδοντας όλο τους το μίσος και ακόμη πιο πολύ τον πόνο. Ηλί, Ηλί λαμά σαβαχθανί, έγραφε σε μια γλώσσα ακαταλαβίστικη πάνω στο σταυρό στην εκκλησία, που θα πει πόσο ακόμη να αντέξω;».
Το επόμενο βράδυ ο Δημητράκης είδε ένα όνειρο. Ήτανε λέει νύχτα ή πάντως σκοτεινά και εκείνος μόνος του μες την εκκλησία και πάνω από το κεφάλι του αναμμένα χιλιάδες καντίλια και κάθε λογής τάματα: εικόνες, καράβια, χέρια και μπρούτζινα μωρά. Και εκεί μες τα σκοτάδια, καθώς ζούσε το όνειρο, το παιδί έβλεπε για πρώτη φορά τον εαυτό του να ξεφεύγει από τις διαστάσεις που όριζε ως τότε η ζωή, να αποκτά όγκο μέσα στον χώρο, έναν όγκο πέρα από τα βουνά και τα σοκάκια του χωριού του, πιο ψηλά από το φουγάρο του σπιτιού τους και το παιδί αιωρούμενο σαν χαρταετός περιδιάβηκε έτσι από σπίτι στο επόμενο όλο το χωριό, έχοντας την απόλυτη αίσθηση της οικειότητας όλων όσων φάνταζαν εχθρικά ως τότε, ώσπου ένιωσε ότι έφθασε ακριβώς στο σημείο που το χώριζε με τον υπόλοιπο κόσμο, πήρε θάρρος και σχεδόν σαν πούπουλο ανέβηκε στο σταυρό, τέντωσε τα χεράκια του παιδικές παλάμες και νύχια γεμάτα χώματα, κρέμασε τα πόδια του, γύρισε στο πλάι το κεφάλι, «όποτε θες, παιδάκι μου» άκουσε τη μάνα του να του λέει και άφησε την καρδιά του λιγωμένη να αδειάσει απ' το αίμα.
Έξω ξημέρωνε η Ανάσταση. «Δεύτε λάβετε φως» και ο αέρας της Πίνδου να σβήνει κάθε λίγο τις φωτισμένες λαμπάδες.
Στο απέναντι βουνό, λαχανιασμένο ένα αγόρι -όχι πάνω από δεκατριών χρονών- στάθηκε στη μέση της μεγάλης ανηφόρας ολομόναχο, χωρίς γονείς, αδέρφια, γείτονες και σπίτι, παντέρημο και μόνο. Και καθώς στεκόταν για λίγο και κοιτούσε μια-μια τις μικρές φλογίτσες του χωριού να σβήνουν, πάνω από τα βουνά τα σύννεφα της αυγής έπαιρναν σχήματα αγγέλων και βασανισμένων άγνωστων αγίων, σα μια συντροφιά για το ξεκίνημα της νέας του ζωής, προς τα εκεί που βγάζει ο δρόμος.
Υ.Γ.: Ο τίτλος προέρχεται από το αφήγημα του Ηλία Βενέζη «Ο Εβραίος».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News