Οι εκλογές με βρήκαν στο τσακίρ κέφι. Κυριολεκτικά. Σε δυσπρόσιτη, ημιαγρία και εξαισίου κάλλους ακτή, με συντροφιά χαλαρούς κολλητούς. Ήταν το πρώτο μεσημέρι, μετά από εξακόσιες εικοσιεφτά χιλιάδες μεσημέρια καλοκαιριού όπου πρώτον, δεν ήμουν με το παιδί, δεύτερον, ουδεμία ανειλημμένη είχα για τις επόμενες ώρες και τρίτον, το σημαντικότερον: Δεν οδηγούσα – ούτε καν συνοδηγούσα. Ο ήλιος έλαμπε, η θάλασσα λαμπύριζε, οι γαρίδες άχνιζαν. Η παρέα την είχε κάνει για βουτιά. Μοναχή στο αγιασμένο ταβερνάκι, προμελετημένα, συστηματικά και με αξιοθαύμαστη ακρίβεια, έγινα αυτό ακριβώς που επεδίωκα να γίνω εκείνο το μεσημέρι: Λιώμα.
Ο μεθυσμένος άνθρωπος, μάτια μου γλυκά, με στατιστική βεβαιότητα θα την κάνει τη μαλακία. Δεν αποτέλεσα εξαίρεση. Αποθύμησα αιφνιδίως και άνευ σοβαρού λόγου τη συσκευή του φορητού ίντερνετ. Την ανέσκαψα από την άβυσσο του τσαντακίου με τα παιδικά αντιηλιακά, τις κηραλοιφές Σκοπέλου, τα φενιστίλ για τις τσούχτρες, τις -και καλά «συλλεκτικές»- πέτρες που μαζεύουν τα κουτσούβελα (και τις ζαλώνομαι εγώ). Μαζί τα ξερά πιά, πρώην υγρά μωρομάντηλα και τον υγρό -πρώην ξηρό καπνό- Ολντ Χόμπουρν, μαζί με τα χαρτάκια και τα βρεγμένα σπίρτα. Ναι, μάλιστα (χικ), τι έψαχνα; Αααα, το καρτοΐντερνετ! Το θαύμα της τεχνολογίας, το δικέφαλον τέρας. Νάτο! Ψεκασμένο, πασαλειμένο, γεμάτο άμμο, λοσιόν, τρίμματα καπνού, ένα λαδερό σίχαμα – με σήμα καμπάνα. Ποιο; Το καρτοΐντερνετ! Που δεν πιάνει στο εξοχικόν, δεν πιάνει στη Χώρα, δεν πιάνει πουθενά σε ολόκληρο το υπόλοιπο γαμόνησο. Που το πληρώνω ένα τριαξονικό λεφτά επί σαράντα μέρες, απλώς για να μην πιάνει απολύτως πουθενά, τίποτα και κανέναν. Που αποφάσισε να τα δώσει όλα, και τις τέσσερις πάμφωτες πράσινες γραμμές του, εκείνο ακριβώς το μεσημέρι. Ένιωσα (χικ) σαν πρωταγωνίστρια σε θερινή διαφήμιση κινητής: «Για πάντα συνδεδεμένη» στα πιο απίθανα μέρη. Ξερονήσια, βουνοκορφές, εμπόλεμες ζώνες, εναλλακτικά Σύμπαντα. Συνειδητοποίησα (χικ) ότι οι διαφημίσεις δεν έλεγαν ψέματα, τελικώς. Το ελληνικό καρτοΐντερνετ όντως πιάνει σε εναλλακτικά Σύμπαντα. Με το δικό μας Σύμπαν, το αυτό εδώ, έχει ένα θεματάκι, αλλά… αλλά… τι σκεφτόμουν μόλις τώρα;
Σας είπα. Ημουν ντίρλα. Και είχα φουλ ίντερνετ. Κακός συνδυασμός.
Αποφάσισα (χικ) να κάνω απντέιτ το στάτους μου. Ήθελα να βροντοφωνάξω στην ψηφιακή οικουμένη ότι είμαι πλέον «Σε σχέση». Με το «Τσίπουρο Αποστολάκη-το μαύρο». Έβρισκα εύκολα την επιλογή να κάνω κλικ το «Σε σχέση», αλλά δυσκολευόμουν να ταγκάρω το «Αποστολάκη» – ειδικά το «μαύρο». Μου έβγαινε εύκαιρος ένας «Δημήτρης-Αιμίλιος Αποστολάκης»*, φοβερά ωραίος αλλά όχι η σχέση μου, καμία σχέση. Μπέρδεμα. Κι εκεί, μέσα στη σάιμπερ σούρα μου, κάνει μια ζβιν ο Τσίπρας αυγουστιάτικα και ανακοινώνει παραίτηση και άμεσες εκλογές.
Τα ξέχασα αμέσως όλα, και τον Δημήτρη-Αιμίλιο και τα πάντα άπαντα ερωτικά, και βάλθηκα να συγγράφω ένα βαθυστόχαστο πολιτικό σχόλιο. Τι σχόλιο δηλαδή, μιλάμε για σκέτο ποίημα: Που να το διαβάσει στην κόλαση ο συνάδελφος Μπωντλέρ και να τσαλαπατήσει συλλήβδην του Κακού τα Ανθη. Που να το διαβάσει ο Μπακούνιν από τον τάφο, να αναστηθεί και επί τόπου να ξανα-αυτοκτονήσει. Ή να το ποστάρει παγκοσμίως η Ραχήλ Μακρή – μιλάμε για τέτοιο λογοτεχνικό αριστούργημα.
Δεν διανοήθηκα να μοιραστώ τις προεκλογικές μου εξάψεις με οποιονδήποτε, ούτε καν με τον Δημήτρη-Αιμίλιο Αποστολάκη. Ειδικά μ' αυτόν. Ήξερα πως ήμουν απαγορευτικά μεθυσμένη.
Έχει περάσει μια εβδομάδα από εκείνο το μεσημέρι. Η ζωή συνεχίστηκε κανονικά (όσο κανονικά μπορεί να λέγεται αυτό που ζούμε). Δεν ξαναήπια.
Αποπειράθηκα τρεις-τέσσερις φορές να γράψω κάποιες σκέψεις για τις εκλογές που πλησιάζουν. Στάθηκε αδύνατον. Κυρίως επειδή βαριόμουν φρικτά, αφού είχα δει την ταινία σε πρώτη προβολή, από αρχάς του θέρους: Τότε που είδε και το όραμα ο Αλέξης με το δημοψήφισμα; Που διακτινιστήκαμε από την πρώτη μας βουτιά στην Κινέττα, κατευθείαν στα ΑΤΜ Γαλατσίου. Απόπληκτοι, με το βατραχοπέδιλο και τα βρεγμένα μαγιό, να γαβγίζουμε ο ένας στον άλλον γαμοσταυρίδια, PIN και κωδικούς web banking; Εδώ ήρθαμε, πάμε να φύγουμε, ρουλεμάν το είδαμε το έργον.
Τι να ποστάρω για τις νέες εξαγγελθείσες εκλογές; Είμαι άνθρωπος, δεν είμαι πολιτική συντάκτρια. Έχω ένα βουνό χρέη, φόρους, λογαριασμούς, ανοίγουν σχολεία, περιμένω εκκαθαριστικά, είμαι στην αναμονή για ιατρικά, ασφαλιστικά, χρεωστικά, πιστωτικά, το έχω τερματίσει πριν καν γυρίσει καν η μίζα.
Τι να έγραφα;
Αυτοί οι άνθρωποι, που μιλάνε τωρα στις τηλεοράσεις, εμένα μου φαίνονται σαν μεθυσμένοι. Τι «σαν» δηλαδή, είναι φανερά μεθυσμένοι (και μεθυσμένες) από το πιο δυνατό πιοτό που υπάρχει – αυτό της εξουσίας. Στάζουν από ψευδαίσθηση μεγαλείου και αθανασίας. Ποιο σημείο επαφής μπορώ να έχω με αυτήν την εν εξάλλω πραγματικότητα; Κι εγώ, δεν λέω, έγινα χάλια ξύδι, ένα απόγευμα καλοκαιριού. Αλλά δεν κρατούσα τιμόνι, δεν είχα το νου μου στα παιδιά, δεν πήρα κόσμο στον λαιμό μου.
Κι αν έγραφα; Τι θα έγραφα;
"Αγαπημένη μου γιαγιά,/ είμαι η εγγονή σου/η ίδια Ρόζα/ το κοριτσάκι με τα βρεγμένα σπίρτα/ την ίδια χώρα/κι άλλη πάλι/ ανάστροφα του Άντερσεν,/ Γιαγιάκα/ εδώ είναι Αύγουστος πάντα, ποτέ Χριστούγεννα/στην ίδια χώρα ανάστροφα.
Ψήνομαι, καίγομαι Γιαγιά μου/πουλιέμαι τζάμπα στην ταξική γωνία/Με κολλημένη τη μούρη/ στο φωτισμένο παράθυρο της Διεθνούς απόξω/ Σας ζηλεύω/
Γιορταστικά και λαίμαργα να αλληλοτρώγεστε / κι εγώ μόνο να βλέπω/αόρατη αστή/ αστή καλή, μόνο νεκρή/Μόνο να βλέπω,μόνο.
Γιαγιά μου, πεντάρφανη/Κανείς εμένα δεν θα πει "συντρόφισσα"/ Σβήνει το πρώτο σπίρτο/ 1944/ Σβήνει το δεύτερο σπίρτο/1968/Μη μου παίρνετε το τρίτο/όχι ακόμα/ φτάνει λέω/στου κλιματιστικού την Παραδεισένια Σιβηρία/να αναληφθούμε μαζί σφιχταγκαλιασμένες/'Ερχεται, έρχεται η γιαγιά μου να με πει "συντρόφισσα"/
Έλα γιαγιά, έλα γιαγιούλα/ πάρε με στην παγωμένη σου αγκαλιά/σπάσε μου το λαιμό με μία/ αχ νάξερες πόσο σε περιμένω/ δες με να ξεψυχάω βήχοντας σάλια/ μέσα στην απονιά των μυριόκομπων Frette /Εξάπαντως τραγούδα μου/ Πώς βρίσκουν άκρη αριστερά με την κοιλιά γεμάτη;/ Πώς κόβουν δρόμο τα ορφανά/ από την Prada ως την Pravda/Δώσε, δώσε γιαγιά/Στου τελευταίου σπίρτου σου την έκρηξη /μήπως και φανεί το μονοπάτι /εκει που λες /¨«από 'δω, φεύγαμε"./«Καραβιές-καραβιές ψυχές,κοριτσάκι»/ «Κανείς δεν μας κορόιδεψε", να ξέρεις/Απ΄ την αρχή διαβάζαμε κοριτσάκι/γιαγιά μου/ το μπάρκο πως λεγόταν "Ουτοπία".
Αν έγραφα, αυτό θά έγραφα. Όλα τα κείμενα τα άλλα, τα προφεσιονάλ, τα πέταξα – μαζί με τη ντροπή μου. Καμιά φορά ισχύει το άμεσο… Το μεσημεριανό. Το εντελώς μεθυσμένο.
Μάτια μου γλυκά, ξέρω, δεν με βλέπεις για Μπακούνιν. Πόσο μάλλον για Μπωντλέρ. Μα τότε, πώς με βλέπεις για να μπορείς να με αντέχεις; Για να αντέξουμε κάπως ο ένας τον άλλον και όλοι μαζί, όλο αυτό, που καταπάνω μας έρχεται;
Ντίρλα, μάτια μου. Μόνο ντίρλα…
* Η ιστορία είναι αληθινή. Για ευνόητους λόγους, όμως, το όνομα «Δημήτριος-Αιμίλιος Αποστολάκης» αποτελεί επινόηση και δεν αντιστοιχεί σε αληθινό πρόσωπο εντός ή εκτός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Μην του κάνετε αίτημα φιλίας, θα βρω κακό μπελά!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News