Γυρνούσα που λέτε, παίδες μου αγαπημένοι, από ένα μπαρ όπου κοπροσκύλιαζα επί ώρες μ΄ένα φίλο μου. Φτηνές μπύρες, ωραίος DJ, κουβέντα, σάχλα, καλή φάση. Λέγαμε κυρίως για τα γκομενικά μας, χαλαρά όμως και κουλ κυρίως γιατί κανένας μας δεν είναι καψούρης αυτή την εποχή. Πλακίτσες κάνουμε, λίγο σεξ, λίγο να ‘χαμε να λέγαμε, καταλάβατε. Πολύ το φχαριστιόμασταν αυτό μάλιστα. Πού να τρέχεις και να τραβιέσαι, λέγαμε πίνοντας την 7η μπύρα. Πονάει η φλέβα άμα την κόβεις. Πολύ ταλαιπωρία φίλε.
Ενώ άμα είσαι κουλ, είτε τον έχεις τον άλλο, είτε δεν τον έχεις χέστηκες, ζεις πιο ανθρώπινα ρε παιδί μου.
-Νορμάλ, είπα εγώ.
-Παρατηρείς, είπε αυτός. Δεν πρωταγωνιστείς στο δράμα.
-Το πολύ πολύ φιλική συμμετοχή, συμπλήρωσα εγώ.
-Δεν ξυπνάς στις 6 για να τσεκάρεις αν σου ‘γραψε μήνυμα γυρνώντας απ’ τα ξενύχτια της, μουρμούρισε αυτός.
-Δεν μετράς τα σώβρακά του για να δεις αν ξενοκοιμήθηκε, είπα εγώ (με ελαφρό αίσθημα ντροπής).
-Απαπαπα, είπε αυτός.
-Είμαστε σε πολύ γαμάτη φάση, είπαμε κι οι δυο και τσουγκρίσαμε τις μπύρες.
Φεύγοντας δεν πήραμε ταξί, ούτε τη μηχανή του. Ούτε φράγκα έχουμε, ούτε τάσεις αυτοκτονίας. Είπαμε να περπατήσουμε, να πάρουμε και καθαρό αέρα, να ξενερώσουμε λίγο. Βαδίζαμε λοιπόν σιωπηλοί από το Σύνταγμα, περάσαμε στη Πανεπιστημίου, Κάνιγγος, στρίψαμε για Πατησίων και συνεχίζαμε για Άνω Κυψέλη.
Εκεί κάπου στη στοά του Τριανόν σταματήσαμε ταυτοχρόνως και οι δύο. Μπροστά μας στα πέντε μέτρα ήταν ένα αγόρι ίσα με 19 -20 χρονών, όχι περισσότερο, που στριφογύριζε σαν τρελός ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο. Δεν μιλούσε ακριβώς. Κοιτούσε το τηλέφωνο, έκλαιγε και μετά το σκούπιζε, φώναζε στο τηλέφωνο, είχε στήσει μια ολόκληρη μάχη στο τηλέφωνο. Αιματηρή μάχη, θρηνούσαμε θύματα, ήταν φανερό. Το παιδί ούτε που μας είδε. Οι κανονικοί άνθρωποι, οι κουλ, είναι αόρατοι στα μάτια των ερωτευμένων. Ο μικρός βολόδερνε λοιπόν βρέχοντας το χώμα με τα πικρά δάκρυα –μα από πού έβγαιναν όλα αυτά τα δάκρυα; Από ποια αρχαία πίκρα;- κι εμείς αποσβολωμένοι ακινητοποιηθήκαμε εκεί στα πέντε μέτρα, ανίκανοι να φύγουμε και να τον αφήσουμε μόνο του στη μάχη αυτή, κάτι σαν πολεμικοί ανταποκριτές. Μπορεί και να προσευχόμασταν λιγάκι από μέσα μας αλλά αυτό δεν πρόκειται να το παραδεχτούμε ποτέ ο ένας στον άλλον.
Καθίσαμε ίσα με 7 λεπτά. Ίσως και περισσότερο. Από καιρού εις καιρόν κοιταζόμασταν αμίλητοι να βεβαιωθούμε ότι κάνουμε καλά, ότι δεν είμαστε απλώς αδιάκριτοι, μπανιστιρτζήδες του πόνου του άλλου, αλλά κρυφοαδελφές νοσοκόμες, παλιοσειρές με παράσημα νυχτερινών κλαμάτων και τα ρέστα που όφειλαν μια χείρα βοηθείας στον νεοσύλλεκτο. Περιμέναμε να δούμε πότε θα πέσει για να τον σηκώσουμε. Όλα τα περιμέναμε.
Αλλά όχι αυτό που έγινε τελικά. Το αγόρι στη μέση μιας φράσης σταμάτησε να στριφογυρνάει, άκουγε κάτι με προσήλωση, το στόμα του άνοιγε σιγά σιγά σ΄ένα παλαβό κι αξιαγάπητο χαμόγελο και ξαφνικά ούρλιαξε «Δηλαδή μ΄αγαπάς;». Κάτι του είπε η άλλη, καλό θα ήταν γιατί πέταξε το τηλέφωνο μακριά αφού της φώναξε, «Ερχομαι τότε!» και το βαλε στα πόδια. Έπρεπε να δείτε τα μάτια του παίδες. Σαν να είχαν ανάψει πυροτεχνήματα, σαν να είχε νικήσει στο ντέρμπυ ο Παναθηναϊκός και να είχε κερδίσει το τζακ ποτ στο Λόττο. Όλα μαζί with cherries on the top!
Αυτός χάθηκε στα στενά κι εμείς ακίνητοι ακόμα τον βλέπαμε να ξεμακραίνει με μικρούς πήδους σαν κουνελάκι.
-Να σου πω κάτι; Είπε αυτός
-Ξέρω, ζήλεψες… είπα και τον έπιασα απ΄το χέρι για να πάρουμε πάλι το δρόμο μας. Έκανε ψόφο και είχε πάει 3.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News