825
|

Mont Blanc

Θοδωρής Γκόνης Θοδωρής Γκόνης 27 Ιουλίου 2014, 00:05

Mont Blanc

Θοδωρής Γκόνης Θοδωρής Γκόνης 27 Ιουλίου 2014, 00:05

Τους το είχα υποσχεθεί, θα πιάσω σπίτι στο λιμάνι, θα δένουμε στο κάγκελο, θα  έχουμε αγάντα το μπαλκόνι μας. 

Άργησα. Όταν ξεκινάς, όταν ανοίγεσαι στα δύσκολα, οι αγάπες σου είναι που πληρώνουν. Οι αγάπες σου είναι που περιμένουν.

Τους είχα πάρει όλους μαζί μου. Τους είχα κλείσει στο κιβώτιο αυτό που είχε εξοκείλει στη θάλασσα που έβρεχε τη σπηλιά τους στη Μυστηριώδη Νήσο. Τους είχα τοποθετήσει με τη σειρά που είχαν μπει στη λέμβο του αερόστατου, κατά τη μεγάλη τους απόδραση τη νύχτα της φοβερής καταιγίδας. Πρώτα ο Κύρος Σμιθ, κατόπιν ο Γεδεών Σπίλετ, ο Ναμπ, ο Χάρμπερτ, ο Πενκρώφ και τελευταίος ο Τοπ ο πιστός  σκύλος του λοχαγού. Χώρεσα μέσα τους δυο Αλέξανδρους, Παπαδιαμάντη και Μωραϊτίδη, έβαλα τον πειρατή της Γραμβούσης -τον Κωνσταντίνο Ράδο- τον Ανδρέα Καρκαβίτσα και τον Φώτη Κόντογλου και πάνω-πάνω τον Τζόζεφ Κόνραντ με τον  Βίνφριντ Γκέοργκι Ζέμπαλντ. Έσβησα  τη φράση «πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει» και έγραψα την άλλη του Γουλιέλμου της Οράγγης: «Δεν έχω ανάγκη να ελπίζω για να επιχειρώ, ούτε να επιτυγχάνω για να επιμένω».

Νοίκιασα βιαστικά ένα πρόχειρο κατάλυμα, ακούμπησα το κιβώτιο προσεκτικά σε μια γωνιά και έτρεξα στις υποθέσεις μου που τελειωμό δεν έχουν.

Για ένα διάστημα χάθηκα με πήραν οι υποχρεώσεις και με σήκωσαν, όμως η έννοια τους με έκαιγε στη γλώσσα και η πατούσα μου στον αχινό.

Έτρεξα, ρώτησα, έψαξα, βρήκα.

Βρήκα σπίτι στο λιμάνι με αυλή να ακουμπά, να σβήνει πάνω στο παράλιο τείχος και μπαλκονάκι ακρόπρωρο. Ψαροκάικα, τράτες, γρι-γρι, γολέτες, σκούνες, τρεχαντήρια, φεριμπότ, ιστιοφόρα, μότορ-σιπ,  καράβια της γραμμής, σε εμένα πετούσαν το σχοινί, εδώ γιαλώνανε, εδώ σκαλώνανε, εδώ δένανε ντόκο. Άγκυρα και αγκίστρι.

Άνοιξα το κιβώτιο, τους τακτοποίησα στα ράφια με τ’ όνομά τους, με τη γλώσσα, με την τάξη τους. Η ράχη, ο κολοφώνας τους, στη θάλασσα, ο Τοπ στον κήπο να γαβγίζει  γλάρους και αγριοπερίστερα. 

Σιγά-σιγά βρήκαν τον δρόμο-τρόπο, κατέβηκαν στον κήπο, στο τραπέζι, στο πεζούλι, στις καρέκλες, πιάσανε πολεμίστρες και μπαλκόνι.

Έφτιαξαν παρέες ο Ζέμπαλντ με τον Κόνραντ, ο Καρκαβίτσας στου Παπαδιαμάντη, ο Ράδος με τον Μωραϊτίδη, οι Πέντε φυγάδες στην αυλή να δουλεύουν, να εξερευνούν, να καταγράφουν και ο κυρ Φώτης με τα χρώματα, τα εργαλεία να σκαλίζει, να ζωγραφίζει, να καλαφατίζει τη γοργόνα στο ακρόπρωρο, τα ύφαλα, τα έξαλα να βάφει στα λευκά, στα θαλασσιά, τη Σκαμπαβία.    

Ο Γεδεών Σπίλετ, άνθρωπος της περιέργειας, της πληροφορίας, παρατηρητής των πάντων, έχει βγάλει το μπλοκάκι του και καταγράφει, σημειώνει και ρωτά τον Κόντογλου για τις εντειχισμένες επιτύμβιες επιγραφές, τ’ ανάγλυφα, τα κιονόκρανα κι όλες τις φάσεις τις ιστορικές του κάστρου κι αυτός όλο χαρά και μέλι του μιλά, του εξηγεί ο Καστρολόγος του Αμερικάνου ανταποκριτή.

Δίπλα τους ο λοχαγός Σμιθ, ισχνός, λιπόσαρκος και οστεώδης με το σφυρί και τη σκαπάνη με τον Ναβουχοδονόσορα το νέγρο φίλο και υπηρέτη του να φτιάχνουν εγκατάσταση σαν να μην έφευγαν ποτέ. Κι από κοντά ο Πενκρώφ, ο ναυτικός, που έχει διαβεί τις θάλασσες του κόσμου μαζί με τον μικρό ορφανό γιο του πλοιάρχου του, τον Χάρμπερτ Μπράουν, να διηγείται  για τον φοβερό τον φάρο στ’ ανοιχτά του Πλίμουθ, τον ΄Εντιστον, ν’ απαριθμούνε με τον Κόντογλου στα κιτάπια τους ονόματα χαμένων καραβιών. «Σκαριά από δρυ, από πεύκο κι από τεκ του Μαλαμπάρ».

Ο Ράδος, το καπέλο, το μπαστούνι του, η ασημένια η λαβή, να συζητά με του Βοριά τα Κύματα με τον Μωραϊτίδη, να έρχεται ο φλοίσβος και ο παφλασμός, το κύμα, ο πάταγος, ο κοχλασμός, ο Γιάννης Νταλαμάγκας.

Ντυμένος την επίσημη στολή του, τα σιρίτια, τα γαλόνια, ο μόνιμος ανθυπίατρος του ναυτικού, Ανδρέας Καρκαβίτσας, δίπλα απ’ τον Αμίλητο να καπνίζει με την πίπα του από Γιούσουρι και να του ψέλνει τα τραγούδια του. Τραγούδια του Θεού.

Και πάνω-πάνω λίγο μακριά τους ο Κόνραντ και ο Ζέμπαλντ- η φωτογραφική του μηχανή, ο αιώνιος ταξιδιωτικός του σάκος- να ξεκινούν κουβέντα από βαθιά απ’ την ακτή της Βαλτικής, εκεί όπου γεννήθηκε ο Θεόδωρος Ιωσήφ Κόνραντ Κορζενιόφσκι. Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Κρακοβίας, το τρένο για τη Μασσαλία με ό,τι χωρά σε μια μικρή χειραποσκευή, το εισιτήριο 137 φιορίνια και 75 γρόσια, δεκαεπτά ετών αποφασισμένος να γίνει καπετάνιος και τίποτε στον κόσμο δεν θα σταθεί ικανό να τον αλλάξει.

Να έρχονται οι ήρωές του -καράβια, πλοία που κάνουνε νερά που καίγονται- να στέκονται άβολα, αδέξιοι και άμαθοι της στεριάς και του γλυκού νερού.

Ο Μακ Χουίρ με  το βαπόρι του Ναν Σαν, ο Κάπταιν Φάλκ, η τσακισμένη Ιουδαία στις θάλασσες της Άπω Ανατολής, ασφαλιστές και ναυλωτές και πλοιοκτήτες, φίλντισι, ελεφαντόδοντο, η τρέλα του Αλαμάγιερ, ο Τσάρλι Μάρλοου, ο Κουρτς, η Μασσαλία, το καφέ Μπουντόλ, τα όπλα, οι ατμομηχανές, η ζάχαρη, το κάρβουνο, φορτία μυστικά  για την Μπανγκόκ.

Μπορντώ, Τενερίφη, Ντακάρ, Σιέρρα Λεόνε, Μπόμα, ο ποταμός Κογκό και εκεί μέσα στα άγρια, ψιθυριστά, χρωματιστά τα τοπωνυμία, ξαφνικά αριβάρει, έρχεται, μανουβράρει, μπαίνει στο λιμάνι «μια ώρα γελαστή» -βαθιά η σιωπή και η γαληνή- το Mont Blanc -αυτό το ίδιο, το παλιό, το γέρικο σκαρί που ο Κόνραντ Κορζενιόφσκι πέρασε τον Ατλαντικό την πρώτη του, παρθενική φορά- τρικάταρτο με τα πανιά υπερήφανα και ανοιχτά ρίχνει ανεμόσκαλες στο τείχος στο μπαλκόνι μου, τους παίρνει, φεύγει, χαράζει πορεία προς Βορρά.

ΥΓ.:  Πρώτη δημοσίευση: Η Εφημερίδα των Συντακτών 31-8-2013

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News