photo: Μαρία Μαράκη
Ακούγοντας για ακόμη μια φορά την πρώτη ορχηστρική δισκογραφική παραγωγή του Μιχάλη Καλκάνη, το “Scarborough tales”, φέρνω στο μυαλό μου τα λόγια του Μπράιν Ένο, του εμπνευστή του μουσικού ρεύματος της άμπιεντ: «Η άμπιεντ μουσική έχει σκοπό να σου προκαλεί γαλήνη και χώρο για σκέψη». Ό,τι συμβαίνει με τη μουσική του Μιχάλη Καλκάνη. Το μόνο που θα προσέθετα, είναι η αίσθηση της απόλυτης αρμονίας που σου αφήνει. Με αρμονία έχει κι ο ίδιος δέσει στη μουσική του παραδοσιακά όργανα, έθνικ αέρα και ηλεκτρονικό απόηχο.
Οι πολύχρονες και επίπονες μουσικές σπουδές αλλά και οι συνεργασίες με σπουδαίους μουσικούς και ορχήστρες ως μπασίστας και κοντραμπασίστας αποτυπώνουν τα πολλαπλά αλλά και ετερόκλητα μουσικά ερεθίσματα του Μιχάλη Καλκάνη. Μέλος της Συμφωνικής ορχήστρας του Δήμου Αθηναίων, μουσικός σε ροκ μπάντες, ο Μιχάλης Καλκάνης ζει μέσα από τη μουσική. Παιδί μουσικής οικογένειας άλλωστε-ο πατέρας του Γιώργος, είναι σπουδαίος πιανίστας και συνθέτης και ο παππούς του Μιχάλης, έπαιζε σαξόφωνο και κλαρινέτο και δούλεψε χρόνια με τον Μανώλη Χιώτη- αφοσιώθηκε στη μουσική. Σαν ταγμένος να την υπηρετεί με κάθε τρόπο, γιατί όπως λέει «είναι ωραίο και παράλληλα αποτελεί μεγάλη πρόκληση, να πετάς το κοστούμι μετά από μία συναυλία κλασσικής μουσικής όπου είσαι απόλυτα συγκεντρωμένος και μια ώρα αργότερα να ξεσπάς παίζοντας πιο ελεύθερα σε μια ροκ live».
Όταν τελειώνουν οι συναυλίες και τα «ξεσπάσματα» κι ο Μιχάλης μένει μόνος πάνω από το πιάνο του, διαλέγει και πάλι το δικό του ατμοσφαιρικό ύφος που εκφράζεται στο αιθέριο «Flowing On Ethereal Windstreams». Το ακούς και νιώθεις σαν δραπέτης για εκεί όπου ακόμη και η βαριά σου σκέψη, ελαφραίνει. Μοιάζει με μικρή χαραμάδα που ίσα χωράς για να ξεφύγεις, να φύγεις μακριά και να χαθείς. Ίσως γιατί όταν το έγραφε κοιτούσε κι αυτός μέσα από ένα μικρό παράθυρο έξω, για ατελείωτες ώρες, τον απέραντο γκρίζο ουρανό της Αγγλίας. Υπό τις ίδιες περίπου συνθήκες, άκουσε μια κασέτα όπου είχε ηχογραφήσει δέκα χρόνια πριν, την γιαγιά του να τραγουδά ένα παλιό παραδοσιακό τραγούδι της Ανατολικής Θράκης, τα «12 Ευζωνάκια».
Όπως λέει, «ήταν τέτοια η δύναμη της φωνής της και η φόρτιση της ερμηνείας της που ένιωσα ότι πρέπει να μεταφέρω με κάποιο τρόπο αυτό το άκουσμα στο σήμερα». Και το έκανε με συγκίνηση την οποία μοιράζεται με όποιον ακούει τα «12 Ευζωνάκια».
Μετά την πολύωρη κουβέντα μας ακούγοντας στο replay το cd του, επιστρέφω στην αρχική μου διαπίστωση περί αρμονίας. Τότε τον ρωτώ: «Έχεις αλήθεια βρει αρμονία μέσα σου ρε παιδί μου ή την κυνηγάς και δεν την πετυχαίνεις πουθενά αλλού εκτός της μουσικής σου;» Στο συνωμοτικό μειδίαμα του στο τελείωμα της ερώτησής μου, βρίσκω την απάντηση. Γελάει και αυτοσαρκάζεται. Το ίδιο κάνει κι όταν μου εξηγεί πως το είδος της μουσικής του «για τους ηλεκτρονικάδες έχει λίγο beat και για τους παραδοσιακούς θεωρείται «φλώρικο».
Καθόλου δεν τον νοιάζει όμως να έχει ένα «στρωτό» στυλ, ένα «βατό» είδος να πορεύεται. Ίσα-ίσα που απολαμβάνει κάθε είδους κόντρα επιλογές. Κάθε μεταίχμιο. Αφού είναι τύπος «μεταιχμιακός». Κι έτσι του αρέσει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News