Η Έλενα Πέγκα, θεατρική συγγραφέας και σκηνοθέτις, αναλαμβάνει την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γραφείου Υποψηφιότητας «KALAMATA:21», για να δημιουργήσει την καλλιτεχνική πρόταση που θα συμπεριληφθεί στον Φάκελο Υποψηφιότητας της Καλαμάτας για Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Πρωτεύουσα 2021. Πέραν του καλλιτεχνικού προγράμματος, η Έλενα Πέγκα θα συντονίσει τη δημιουργία της κεντρικής ιδέας, τη φιλοσοφία του προγράμματος και την πρόταση της Καλαμάτας. Δείτε τι μας είπε η ίδια για το όραμα, τη ζωή της αλλά και την υποψηφιότητα της Καλαμάτας.
Ταξιδέψατε στις ΗΠΑ για τις σπουδές σας και εκεί κάνατε τα πρώτα βήματα στην τέχνη σας. Τι σας έκανε να επιστρέψετε στην Ελλάδα;
Πήγα να σπουδάσω στις ΗΠΑ, έκανα τις προπτυχιακές μου σπουδές στην Ανατολική Ακτή, στο Κονέκτικατ, και τις μεταπτυχιακές μου στο Λος Άντζελες. Εκεί, συνειδητοποίησα πως προτιμώ το θέατρο από το σινεμά και έτσι, μετά από τρία χρόνια, μετακόμισα στη Νέα Υόρκη. Στο Λος Άντζελες, στο USC, είχα καθηγητή έναν διάσημο θεατρικό συγγραφέα, έναν υπέροχο άνθρωπο που δεν ζει πια, τον Jerome Lawrence (Inherit The Wind-Κληρονόμοι στον Άνεμο), ο οποίος πίστευε πολύ σε μένα και με βοήθησε να βρω δουλειά σε ένα Off-Broadway Θέατρο, το Open Eye, με βοήθησε να βρω ατζέντη για τα έργα μου και παράλληλα να διδάσκω θεατρική γραφή σε δημόσια σχολεία της Νέας Υόρκης σε ένα πρόγραμμα που είχε τότε η Ένωση Θεατρικών Συγγραφέων των ΗΠΑ. Τότε άρχισαν να ανεβαίνουν και τα πρώτα μου έργα που ήταν μονόπρακτα. Στη Νέα Υόρκη με συνάντησε ο Γιάννης Χουβαρδάς, ήταν μια χιονισμένη βραδιά του Φλεβάρη, ήξερε για μένα και εγώ γνώριζα τη δουλειά του, μου μίλησε με ζέση για τα σχέδιά του να φτιάξει το Θέατρο Του Νότου στο Αμόρε και μου πρότεινε να γίνω βοηθός καλλιτεχνικού διευθυντή. Ήταν σα να μου χτυπά την πόρτα η Ελλάδα μέσα από το πρόσωπο του Γιάννη. Έτσι ήρθα στην Αθήνα, συνεργάστηκα μαζί του, έκανα την πρώτη μου σκηνοθεσία στο Αμόρε που ήταν τα «6 Νούμερα Ζήλιας», μια διασκευή του Οθέλλου, ο Γιάννης με γνώρισε σε πολλούς ανθρώπους που μετά γίναν φίλοι και συνεργάτες, μετά ξαναέφυγα, μετά ξαναγύρισα. Τη δεκαετία του '90 πηγαινοερχόμουν, είχα συνεργασία με το Αμόρε, και με άλλα θέατρα, αλλά κατά διαστήματα ανέβαζα έργα μου ή συνεργαζόμουν σε παραστάσεις στις ΗΠΑ. Ήταν μια έντονη δεκαετία, πολύ δημιουργική, αλλά και ανήσυχη γιατί δυσκολευόμουν να προσαρμοστώ στην Αθήνα. Αυτό σταμάτησε το 2000.
Πώς ανοίχθηκαν «οι πόρτες» στα πρώτα σας βήματα στην Αμερική;
Οι «πόρτες» στις ΗΠΑ ανοίχτηκαν μέσα από τη δουλειά μου και κάποιους ανθρώπους που με στήριξαν, καθηγητές μου, συμφοιτητές μου. Ανέβηκε το πρώτο μου έργο και γνώρισα σκηνοθέτες, ηθοποιούς και έπειτα άλλα θέατρα ενδιαφέρθηκαν και γνώρισα και άλλους σκηνοθέτες, ηθοποιούς, χορογράφους. Το 90% των έργων που ανεβαίνουν στις ΗΠΑ είναι νέα έργα. Η δεκαετία του '90 είχε πολύ ζωντάνια, γίνονταν πολλά πράγματα στη Νέα Υόρκη που είναι πολυπολιτισμική και ανοιχτή σε ανθρώπους από άλλα μέρη. Υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον για τον σύγχρονο λόγο και προβληματισμό, για τον πειραματισμό στις φόρμες, για την περφόρμανς, για το βλέμμα του άλλου, του διαφορετικού. Δεν ένιωθα ξένη στη Νέα Υόρκη.
Τι κρατάτε και τι αφήνετε από τα δέκα χρόνια σας εκεί;
Ήταν μια εποχή που διαμόρφωσε την αισθητική μου, υπήρχε ελευθερία έκφρασης, δεκτικότητα, αναζήτηση, ενθουσιασμός, τρέλα. Είχα επίγνωση πως ζω σε μια κουλτούρα μαζική και χαοτική, μια χώρα με μεγάλες εκτάσεις, με πλήθη ανθρώπων. Όλα αυτά συχνά εκμηδενίζουν την ανθρώπινη ζωή και το εγώ του καθενός. Δεν ξέρω, αν θα 'θελα να είχα γεννηθεί εκεί. Μου άρεσε που προερχόμουν από την Ευρώπη, από τον παλιό κόσμο και από μια χώρα με τόσο πλούσια Ιστορία. Μου άρεσε η αίσθηση του μέτρου που έχει η Ευρώπη σε σχέση με την Αμερική. Όπως μου άρεσε και η αίσθηση του μη μέτρου που έχει η Αμερική σε σχέση με την Ευρώπη. Δεν νιώθω πως θέλω κάτι να αφήσω πίσω μου, αλλά και δεν μετάνιωσα που δεν παρέμεινα εκεί.
Όμορφη Θεσσαλονίκη… που λέει και το τραγούδι. Ποιες είναι οι πιο έντονες στιγμές εκεί και γιατί την εγκαταλείψατε;
Εκεί μεγάλωσα. Η Θεσσαλονίκη έχει τη θάλασσα και ωραία ηλιοβασιλέματα που την ομορφαίνουν, καθώς είναι χτισμένη αμφιθεατρικά. Έντονες στιγμές και μνήμες από την παιδική ηλικία έχω πολλές, από το σχολείο, τους πρώτους έρωτες, τον παππού μου που αγαπούσα ιδιαίτερα. Έφυγα στα δεκαοκτώ μου για σπουδές στην Αμερική, ήθελα να πάω μακριά, να περιπλανηθώ, να γνωρίσω άλλα μέρη, άλλους τρόπους ζωής. Δεν ήθελα να μείνω, με μελαγχολούσε, με έπνιγε, με περιόριζε. Δεν ξέρω τι ήταν. Ίσως το μέγεθός της. Είναι μεγάλο αστικό κέντρο και η παρουσία της φύσης δεν είναι έντονη, οπότε στερείσαι τη φύση, ενώ από την άλλη δεν προσφέρει τα πολλά και διαφορετικά ερεθίσματα μιας μεγαλούπολης.
Ποια είναι τα σχέδια σας για την Καλαμάτα του 2021;
Βασικός σκοπός της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας είναι να βελτιώσει την τοπική πολιτιστική και καλλιτεχνική δημιουργία, να μπορέσουν φορείς, ομάδες, σύλλογοι να συνεργαστούν μεταξύ τους αλλά και με ξένους και Έλληνες που θα έρθουν από αλλού. Να αποκτήσουν μεγαλύτερη δυναμική και ευελιξία, να κατακτήσουν την τεχνογνωσία ώστε από ερασιτέχνες να μπορέσουν να γίνουν επαγγελματίες, να μπουν σε δίκτυα ανταλλαγών με άλλα μέρη, να διευρύνουν τον ορίζοντά τους. Θα ήθελα να φτιαχτούν έργα καινούρια με αφετηρία αυτόν τον τόπο. Αυτά που τον χαρακτηρίζουν, η Ιστορία του, το ότι υπάρχουν τέσσερις εποχές, υπάρχει ανοιχτός χώρος, φύση που δεν έχει καταστραφεί, βουνό και θάλασσα κοντά, παραδοσιακά προϊόντα και έθιμα, όλα αυτά θα αναδειχθούν με σύγχρονο τρόπο και με μια φρέσκια και μοντέρνα ματιά. Θέλουμε αυτό που θα φτιάξουμε για το 2021 να έχει ζωντάνια και να αφορά πρωτίστως τους νέους.
Από τη Θεσσαλονίκη στις ΗΠΑ και στη συνέχεια στην Καλαμάτα. Πώς προέκυψε; Πότε και πώς γνωρίσατε την Καλαμάτα;
Ο Έκτορας Τσατσούλης, που είναι ο εκτελεστικός διευθυντής του γραφείου για την υποψηφιότητα της Καλαμάτας, μετά από έρευνα που έκανε σε αναζήτηση καλλιτεχνικού διευθυντή μου πρότεινε να αναλάβω. Τον συνάντησα αρκετές φορές, με ενημέρωσε για τα καθήκοντά μου και για την πόλη. Εδώ και μία δεκαετία, επισκέπτομαι την Καλαμάτα για το Φεστιβάλ Χορού και την ευρύτερη περιοχή που με γοητεύει με τα τοπία της. Είναι μια μικρή πόλη με σημαντική πολιτιστική υποδομή και έντονη την παρουσία της φύσης. Μου ήταν δύσκολο να αρνηθώ. Ο τόπος από μόνος του σε εμπνέει να ονειρευτείς.
Περισσότερες πληροφορίες θα βρείτε εδώ.
*Ο Αίαντας Αρτεμάκης γεννήθηκε το 1982 και είναι δημοσιογράφος και «κομπιουτεράς». Πουλάει κομπιουτεράκια στην Ομόνοια, με προτίμηση στα γιαπωνέζικα. Του αρέσει να διαβάζει και να ονειρεύεται μια γερή δημοκρατία. Παντρεύτηκε το 1989 τον καλό του φίλο, Amstramd 1512. Δυστυχώς από τότε, έχει αλλάξει πολλούς αγαπημένους. Τώρα συζεί με έναν Z800 HP.
Προηγούμενα άρθρα του Αίαντα Αρτεμάκη
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News