Λέω θα αποσυρθώ από τη δουλειά, θα φτιάξω την ψυχή μου. Θα πάω στη γλώσσα.
Να ησυχάσουν πρέπει πρώτα τα σκοτεινά νερά της καρδιάς και θα πάρω ξανά τους δρόμους να βρω τις λέξεις, τα ονόματα από την αρχή, να ανέβω πάλι στο κλαδί για το κελάδημα.
Θα πάω στη συνάντηση άδειος, χωρίς σχέδιο, χωρίς μέθοδο, μόνο με το χαλίκι στο στόμα. Θα καθίσω στη γωνιά μου και θα την ακούω, σαν το θυμάρι του βουνού. Όταν διψάει θα τρέχω να της φέρνω το νερό, αυτό θα είναι το καθήκον μου, η υποχρέωσή μου η μεγάλη, να βγάζω το νερό από το πηγάδι. Θα μετράω τα χρόνια, τις μέρες, τις ώρες, με τα αυλάκια που σκάβει, που ανοίγει, το σχοινί στο φιλιατρό του πηγαδιού.
Θα κάθομαι αμίλητος χωρίς ερωτήσεις και απορίες, βυθισμένος μέσα της, μήπως αξιωθώ τον ρυθμό. Τη λέξη.
Λέω θα αποσυρθώ από τη δουλειά, θα φτιάξω την ψυχή μου. Θα πάω στη γλώσσα.
Μακάρι να τη βρω να κάθεται στο ταρατσάκι το μικρό, όπως τότε στην αρχή, τον Γενάρη εκείνον, την πρώτη φορά, στη βάφτιση, στα νερά, στον ήλιο απλωμένη, σπυρί-σπυρί στάρι με το χέρι το προγονικό να ξεχορταριάζει, να διαλέγει, να τραγουδά.
Μακάρι.
Θα δεσμεύσω τη γλώσσα μου και θα πιάσω να ταιριάξω ένα σιωπηλό αλλά όλο πάθος τραγούδι για σένα. Θα το βαφτίσω με το όνομά σου και θα το ποντίσω στη θάλασσα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News