Πάνε περισσότερα από 20 χρόνια από τότε που το τηλέφωνο του Β. Βενιζέλου για πρώτη φορά χτύπησε και στην άλλη άκρη ήταν ο Α. Παπανδρέου. Είχε διακόψει την υπό τον Χρ. Σαρτζετάκη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών για να τον συμβουλευθεί σχετικά με συνταγματικά θέματα που έθετε ο υπό εξέταση σχηματισμός της οικουμενικής κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Ξ. Ζολώτα. Ήταν Νοέμβριος 1989. Μετά από λίγο ο Βενιζέλος θα γινόταν μέλος ΚΕ του ΠΑΣΟΚ κι έκτοτε έμελε να πορεύεται στην κεντρική πολιτική σκηνή, έχοντας πολλές φορές εκλεγεί βουλευτής και χρηματίσει υπουργός. Αρχηγός κόμματος είναι η δεύτερη φορά μετά το 2007 που επιχειρεί να γίνει.
Μέχρι τον Ιούνιο 2011, οπότε ανέλαβε το Υπ. Οικονομικών στην κυβέρνηση ΓΑΠ, είχε κερδίσει εχθρούς και φίλους στο κόμμα κι αλλού πολιτευόμενος με προσοχή και χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, αποφεύγοντας τεχνηέντως τις διάφορες κακοτοπιές που θα έθεταν σε δοκιμασία το προφίλ που ήθελε να έχει. Δεν είναι πως δεν ήλθε σε κόντρα όλα αυτά τα χρόνια με πρόσωπα και πράγματα. Όσες φορές, ωστόσο, το ΠΑΣΟΚ επί Κ. Σημίτη επιχείρησε –έστω χωρίς πρόγραμμα- να αλλάξει προς την εκσυγχρονιστική κατεύθυνση την ατζέντα και να πάρει θέση σε ζητήματα που κανείς δεν τολμούσε να αγγίξει, όπως το ασφαλιστικό (το 1997 με την έκθεση Ι. Σπράου και το 2001 με το σχέδιο Τ. Γιαννίτση), τη μη αναγραφή θρησκεύματος στις ταυτότητες με το Μ. Σταθόπουλο κ.α., ο Ε.Βενιζέλος είτε ήταν διακριτικά απών είτε γενικώς επιφυλακτικός για τις πρωτοβουλίες αυτές και δεν δίσταζε να το δείχνει διατηρώντας ανέπαφες τις σχέσεις του με «στρατηγικούς» συμμάχους.
Ο,τι κατάφερνε επί χρόνια ήταν αρκετοί μερικοί μήνες στο μαγγανοπήγαδο του Υπ. Οικονομικών για να το αφήσει κατά μέρος και κολυμπώντας σε βαθιά νερά να αναγκασθεί να γίνει συγκεκριμένος και άρα δυσάρεστος. Η ρητορική του δεινότητα βρήκε πεδίο δόξης λαμπρό τις συζητήσεις στη βουλή και τις συνεντεύξεις τύπου, στις οποίες με εμφανή συνήθως τα σημάδια ψυχικής και σωματικής κόπωσης έδινε το παρόν εξηγώντας ξανά και ξανά την αναγκαιότητα των μέτρων που εισηγούνταν. Με την έντονα πολιτική (κάποτε παλαιοκομματική) αντίληψή του για τα πράγματα έσωσε για τον ΓΑΠ την παρτίδα τον Ιούνιο 2011, όταν το ΠΑΣΟΚ έβραζε κι ο Γ. Παπακωνσταντίνου ήταν φανερό πως αδυνατούσε να πείσει τους βουλευτές της συμπολίτευσης να ψηφίσουν τα μέτρα. Οι συχνές συνεντεύξεις με ξένους δημοσιογράφους, οι συνεχείς και μακρές διαπραγματεύσεις με την τρόικα και τους ομολόγους του αλλά κι οι δύσκολες συνθήκες στις οποίες γινόντουσαν φάνηκε να ξεθωριάζουν την εικόνα του ατσαλάκωτου ρήτορα και να του στερούν το σύστοιχο όπλο. Μετά το Σεπτέμβριο 2011 που επιχείρησε με την τρόικα «πολιτική αλά γκρέκα» κι είδε το χάρο με τα μάτια του έγινε σοφότερος.
Όλα αυτά, όμως, ως τη συνέντευξη τύπου που έδωσε ως υποψήφιος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, οπότε ενεργώντας με εντυπωσιακή ταχύτητα κατάφερε να εμφανισθεί και πάλι με καλοβαλμένα -πλην στρογγυλεμένα- λόγια. Το «λαϊκό και πατριωτικό» ΠΑΣΟΚ έκανε ξανά την εμφάνισή του κι όπου νάναι αναμένεται και το «όλον». Η αντοχή του στην πίεση, που καθώς πλησιάζουν οι κάλπες θα εντείνεται, για ένα πάση θυσία ευπρόσωπο εκλογικό αποτέλεσμα θα δείξει κατά πόσο η εμπειρία των τελευταίων μηνών στάθηκε αρκετή για να δει ο νέος αρχηγός από τη σωστή πλευρά την πορεία του κόμματος τα τελευταία 30 χρόνια ή ήταν μια σύντομη παρένθεση που κλείνει με τη συγνώμη που δις ζήτησε.
Δεν μπορεί κανείς να ξέρει καλύτερα από τον ίδιον, πόσο βαθύς είναι αυτός ο διχασμός. Καιρός είναι, πάντως, να το μάθουμε κι εμείς.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News