Ρε παίδες, θα με τρελάνετε. Ειδικά εσείς οι θεοσεβούμενοι, δηλαδή. Εγώ και μερικοί άλλοι ήμασταν πάντα τομάρια εγωιστικά και γήινα. Πιστεύαμε μέσες άκρες πως είμαστε μια χούφτα σκόνη (dust in the wind) και γενικά ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε και ό,τι αρπάξει ο κώλος μας. Τις Μεγάλες Παρασκευές πηγαίναμε για καμάκι στην περιφορά του επιταφίου στα νησιά – μάλιστα, μας ξέφευγε και δεν τη λέγαμε περιφορά, αλλά πορεία. Είχαμε και την καλή μας πλευρά, βέβαια. Εμείς λ.χ. πήγαμε να δαρθούμε με τους φασίστες που αποφάσισαν να κατεβάσουν το έργο και τα μούτρα των ηθοποιών στο Χυτήριο. Είμαστε, με λίγα λόγια, τα (ελαφρώς βλαμμένα) παιδιά του διαφωτισμού. Αποφασισμένα να είμαστε σαμουράι και σωστοί χωρίς μεταθανάτια ανταποδοτικά οφέλη, έτσι, για την αλητεία, ρε παιδί μου.
Εσείς από την άλλη μεριά πιστεύετε εις έναν Θεό, πατέρα, παντοκράτορα και λοιπά. Εγώ είμαι πολύ Οk με αυτό γιατί, να σου πω την αλήθεια, δεν βάζω και το χέρι στη φωτιά ότι είμαι σκόνη στον άνεμο (Ούτε καν μου αρέσει ο άνεμος, γιατί χαλάει το μαλλί). Είμαι αγνωστικίστρια. Σκέφτομαι ότι, who knows, μπορεί να υπάρχουν παράλληλες συμπαντικές διαστάσεις, σκι πάνω στις υπερχορδές, απανωτές ζωές βάσει προδιαγραφών (χάρμα) κάρμα. Δεν έχω ιδέα, δεν παίρνω όρκο. Με λίγα λόγια, ποτέ δεν θα τα έβαζα μαζί σας αν δεν με φέρνατε αντιμέτωπη με όλο αυτό το σκουπιδαριό περί προφητειών του γέροντα, κάθε γέροντα, συνδυασμένες μάλιστα με το ρωσοτουρκικό.
Είστε θρησκευόμενοι άνθρωπες εσείς τώρα; Jesus Christ! Πρώτα απ΄ όλα αυτή η επιθετικότητα δεν είναι καθόλου χριστιανική. «Τούρκος δεν θα μείνει», γράφει -με κεφαλαία, παρακαλώ- μια Πανδώρα στο Facebook. «Θα φάμε τους τουρκομογγόλους», συμπληρώνει ένας Μανώλης από Δράμα. «Τα ‘χει πει ο γέροντας στον παππού μου σε χρόνο ανύποπτο». «Το άκουσα κι εγώ στον Αρναούτογλου», σημειώνει η Δανάη από κάτω. «Το ‘λεγε η μαμά που μαγειρεύει καλύτερα. Φοβερή γυναίκα. Έχει προσκυνήσει και τα 670 μοναστήρια της Βόρειας Ελλάδας σε δυο χρόνια!». Παίρνει θάρρος κι ο αρχιμαλάκας της παρέας και γράφει: «Βρομότουρκη μογκόλη θα σας γαμείσει ο Πούτην. Δοστε πισο την Αγήα Σοφήα αληός το αίμα σας θα χηθή από χρηστιανούς σκουλήκηα.».
Κλείνω το λάπτοπ, ανοίγω την πόρτα κι άρχισα να τρέχω προς το σπίτι του Σάκη. Είχα να τον δω μήνες η γαϊδούρα κι ας ήταν πάντα η παρηγοριά μου. Τον βρήκα καθισμένο στον καναπέ να ακούει ραδιόφωνο, μια φωνή τύπου Τράγκα.
Θα πας στο σπίτι και δεν θα διαβάσεις τίποτα, ούτε θα μιλήσεις με κανέναν μέχρι να λήξει το ρωσοτουρκικό και να ηρεμήσει το χριστεπώνυμο πλήθος, είπα από μέσα μου.
«Όπως ένα φύλλο χαρτί που το χτυπάς και διαλύεται, έτσι και οι Τούρκοι θα διαλυθούν. Το 1/3 από αυτούς θα σκοτωθεί, το 1/3 θα εκχριστιανισθούν και το 1/3 θα πάει στην Κόκκινη Μηλιά. Η χρησιμοποίηση των νερών του Ευφράτη για αρδευτικά έργα από τους Τούρκους θα είναι μια προειδοποίηση ότι άρχισε η προετοιμασία του μεγάλου πολέμου που θα ακολουθήσει», μου είπε χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του προς το μέρος μου.
-Ορίστε; ψέλλισα εγώ, νομίζοντας πως έχω παραισθήσεις.
-Αυτό είναι ακόμα πιο γαμάτη προφητεία γιατί δεν το είπε ένας απλός γέροντας, αλλά ο άγιος Κοσμάς.
Αχ Παναγίτσα μου, το ξαδερφάκι μου από την πολύ ακινησία έχει αρχίσει κι αυτό να βλέπει αγγέλους;
-Άι παράτα μας, ρε Σάκη, του λέω. Τι προτείνει, δηλαδή, ο Άγιος Κοσμάς; Να αφήσουμε τις δουλειές μας και να παρακολουθούμε το νερό του Ευφράτη; Είμαστε σοβαροί;
-Ποιες δουλειές μας; κάνει ρελάνς το παλιοτόμαρο και με ταπώνει.
Ξαναβάζω το μπουφάν και φεύγω πριν λαλήσω οριστικά. Θα πας στο σπίτι και δεν θα διαβάσεις τίποτα, ούτε θα μιλήσεις με κανέναν μέχρι να λήξει το ρωσοτουρκικό και να ηρεμήσει το χριστεπώνυμο πλήθος, είπα από μέσα μου. Κάλεσα το ασανσέρ. Μαζί μου μπαίνει και η από πάνω μας που μιλάει στο κινητό με μια φίλη της: «Τι να κάνω, ρε Σουλάκι, έβαλα τη μούρη κάτω και πήγα στον πνευματικό μου να πάρω την άδεια. Πάτερ, του λέω, το θέλει ο άντρας μου το λίφτιγκ, δώσε την ευλογία σου γιατί χωρίς την ευλογία σου εγώ δεν την κάνω την εγχείρηση. Θα πρηστώ, θα στραβώσει ο στόμας μου, δεν εμπιστεύομαι. Τούρκος, ρε Σουλάκι, αλύγιστος. Στο τέλος έκλαψα. Ο Θεός είναι αγάπη, πατέρα Αθανάσιε, του είπα. Το ξεχάσατε αυτό;».
Άνοιξα το στόμα σε μια βουβή κραυγή σε στυλ Μουνκ. Η από πάνω με κοίταξε στραβά. Προσπάθησα να της χαμογελάσω κάπως ενθαρρυντικά. Τουλάχιστον αυτοί δεν τα ‘βαλε με όλο τον αντίχριστο μουσουλμανικό πληθυσμό. Με τις ρυτίδες της τα ‘βαλε. «Βοήθειά σας» της είπα και βγήκα από το ασανσέρ.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News