Ένα τσούρμο κορίτσια ανεβαίνουν στη Σέριφο. Μαυρισμένα κορμάκια, στιλπνές αλογοουρές, ray-ban ταρταρούγες, Havaianas και TOMS, μικρά τατού και βραχιόλια να κουδουνίζουν στα χέρια. Τα γέλια τους τραγανιστά ξεσηκώνουν όλο το κατάστρωμα, απλώνουν τα μπαγκάζια όπου βρουν, ξαπλώνουν κάτω με μια απίθανη φασαρία. Η πιο σοφιστικέ κάθεται σταυροπόδι λιγάκι μακρύτερα, ανοίγει το κιτρινισμένο βιβλιαράκι της, μαζεύει, πιάνει και αφήνει τα μαλλιά και με την άκρη της ματιάς της ρίχνει διαρκώς κλεφτές ματιές στον κόσμο που περνάει. «Εκείνη η κοντή, ναι-ναι εκείνη του Άρη, απ’ την αρχή ήταν πολύ μαλακισμένη» θα πει μια με δηλητηριώδη κακία και οι άλλες αμέσως θα συμφωνήσουν προσθέτοντας πως η κοντή ήταν και άσχημη. Η συζήτηση φουντώνει.
-Ρε σεις τον παίρνω όλη μέρα και δεν το σηκώνει.
-Στο σταθερό πήρες;
-Ναι ρε συ, του ’χω κάνει καμιά τριανταριά αναπάντητες και έστειλα και καμιά εικοσαριά μηνύματα, απ’ το πρωί ρε συ αποκλείεται να μην τα είδε.
-Χτυπάει το κινητό του; ρωτά η απέναντι.
-Ναι καλέ. Επίτηδες δεν το σηκώνει.
-Αντίποινα. Θα απαντήσει με σιγουριά η πιο σνομπ, βέβαιη πως παίζει στα δάχτυλα ό,τι καλείται απ’ τις γυναίκες «ανδρική ψυχολογία».
-Έτσι κάνουν όλοι όταν ζηλεύουν. Τι σου είπε όταν του πες ότι θα έρθεις διακοπές μαζί μας;
-Αν θα είσαι εδώ (δηλ. στην Αθήνα) θα είμαι και ’γω εδώ. Αν θα λείπεις, τότε θα λείπω και ’γω.
-Μαλάκα, αυτό δεν είναι απάντηση.
-Ναι, ρε συ, έτσι είπα και γω.
-Αντίποινα σου κάνει σου λέω. Πάγωσέ το, ρε συ, τώρα για να βγεις και από πάνω.
Ο Άγιος Γιώργης έπιασε Κύθνο και αυτός ακόμη να την πάρει τηλέφωνο. Η ξεχασμένη έχει σκάσει για τα καλά, κάθε τόσο κλείνει το κινητό, το βάζει στο Longchamp σακίδιο, για λίγο μόνο και ύστερα το ξανανοίγει, τίποτε, το πετάει ξανά μακριά και φτου και απ’ την αρχή η ίδια διαδικασία. Πολλή σημασία του έδωσα του ηλίθιου, λέει κάθε τόσο στις άλλες. Να τον φτύσεις και λίγο τον μαλάκα, αλλά να το παίξεις και άνετη, μην καταλάβει πως•σε πειράζει, τη συμβουλεύουν όλες.
-Πάγωσε το, θα ξαναπεί η γκουρού με σιγουριά (ότι δεν θα της συμβεί ποτέ κάτι ανάλογο).
-Ναι-ναι θα το παγώσω, απαντά αποφασισμένη η πονεμένη ύπαρξη, θα το παγώσω για να μάθει.
Κανά δυο άνδρες γύρω στα πενήντα ακούν τη συζήτηση, περιεργάζονται τα κορίτσια από πάνω μέχρι κάτω, κοιτούν μπουτάκια και στηθάκια και κρυφογελούν. Ένα ζευγάρι με το χέρι διαρκώς μπροστά στο στόμα, τις κοιτά λοξά και ψιθυρίζει.
Τελικά πριν τη Μακρόνησο έρχεται μήνυμα, γενικό, χωρίς εξηγήσεις που ήταν, γιατί δεν σήκωνε τηλέφωνα, πως είναι δυνατό που δεν την θυμήθηκε. Βαρετό μήνυμα και κρύο.
Ακολουθεί η ανάγνωση και ύστερα η ανάλυσή του.
-Είδες; Στο παίζει και άνετος και καλά ρε παιδί μου, δεν τρέχει τίποτε και έτσι.
-Καλά είναι μήνυμα τώρα αυτό; Μα τόσο πολύ φτυσμένη με έχει;
-Όχι ρε συ, απλά ζηλεύει που είσαι μαζί μας και περνάς καλά.
Και μετά ακολουθεί ο δεύτερος γύρος της απάντησης. Τσούκου-τσούκου τα πλήκτρα, να ένα κατεβατό, το σκέφτεται, το διαβάζει, το σβήνει,το ξαναγράφει.«Αυτό που έκανες με έχει πληγώσει πολύ και ούτε μια εξήγηση. Το σκέφτομαι όλη τη μέρα, όταν γυρίσω πρέπει να κουβεντιάσουμε, πολύ σοβαρά, αλλά σε σκέφτομαι ακόμη». Το διαβάζει δυνατά. Η γκουρού το βρίσκει γκρινιάρικο, «ρε μαλάκα μην πει ότι γκρινιάζεις κιόλας, να έχεις εσύ το πάνω χέρι, μην του δώσεις τέτοια ικανοποίηση» της δίνει τις αναγκαίες οδηγίες, το μήνυμα σβήνεται και ξαναγράφεται καμιά δεκαριά φορές. Να είσαι σύντομη και τυπική της λέει η μια. Να μη φανεί ότι τον θέλεις της λέει η άλλη. Να φανεί βέβαια ότι σε πείραξε και λίγο, μη σε πει αδιάφορη.
Τελικά η απάντηση γράφεται και ανακοινώνεται «Με πείραξε η συμπεριφορά σου και η αδιαφορία σου. Δεν χρειάζεται να μου απαντήσεις, τα λέμε κάποια άλλη στιγμή». Το στέλνει. Πολύ σκληρό το βρίσκουν τα κορίτσια. Πότε θα μου απαντήσει, περιμένει αυτή.
Σέριφος-Πειραιάς 4,5 ώρες. Χωρίς καμιά απάντηση. Τέσσερις ώρες χαμένη συζήτηση. Εκεί κάπου στα είκοσι, που χεις ακόμη να διαθέσεις άπειρες πεταμένες ώρες.
Τι καλά που θα ήταν να ασχολούμουν και γω με τέτοια θέματα. Να μη με νοιάζει πότε θα ετοιμαστούν τρία δικόγραφα, δυο μεταφράσεις και μια σύμβαση μες τις διακοπές.
Το τελευταίο μισάωρο η βαρυπενθούσα ξεχασμένη παίζει τάβλι με ένα ξανθό αγοράκι με μουσάκι. Του ζήτησε φωτιά, την άφησε να κερδίσει δυο παρτίδες, του έχει σκάσει πάνω από τρία χαμόγελα και φεύγοντας κανόνισαν μπάνιο στην Ικαρία το επόμενο σαββατοκύριακο.
Οι γυναίκες είμαστε ανισόρροπες. Στάζουμε κακία με την ίδια ευκολία που κυλιόμαστε μες τα μέλια, χαιρόμαστε, απογοητευόμαστε, εκδικούμαστε, κολλάμε και πάμε παρακάτω με έναν θεότρελο, ανεξήγητο ρυθμό, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Όταν είσαι έξω απ’ το χορό θες να πιάσεις το κορίτσι απ’ το αυτί και να του πεις πως έχασε 4 ώρες απ’ τη ζωή της χωρίς κανέναν λόγο. Πως πρέπει να χαίρεται τη ζωή της τώρα που μπορεί, πως δεν πρέπει να στενοχωριέται για τίποτε και κανέναν. Πως οι αναλύσεις είναι τραγικά χαζές και χωρίς νόημα. Πως τα πράγματα δεν χρειάζονται αναλύσεις. Ίσως να πεις κιόλας πως όλες αυτές οι υπάρξεις είναι ακόμη μακριά νυχτωμένες.
Αλλά αν τα έχεις κάνει και συ κάποτε όλα αυτά, το βουλώνεις, στήνεις αυτί έτσι, χωρίς σπουδαίο λόγο και όλο αυτό το βρίσκεις ένα συμπαθητικό θέατρο καλοκαιρινού καταστρώματος. Κάτι σαν παλιός καθρέφτης ας πούμε, χωρίς πια όμορφες, πιο όμορφες, κρυμμένες ευγενικές ψυχές και μήλα. Δηλαδή, ευτυχώς.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News