"Περπατώ εις το δάσος, όταν ο λύκος δεν είναι εδώ". Και πού είναι ο λύκος; Στο Κολωνάκι ή στα Εξάρχεια; Στους πάνω ή στους κάτω; Στους "τυπάδες" που μοστράρουν υπόδημα ή στους τζιβάτους που σε κόβουν από την κορφή ως στα νύχια; Πού είναι το μαχαίρι; Στη Θεμιστοκλέους ή στην Ηρακλείτου; Δεν μπορεί να κόβει το ίδιο, κάπου θα σε πονά περισσότερο.
Φτάνεις Εξάρχεια, πλατεία – όχι του "για όλα φταίνε οι άλλοι για το έρμο μας το χάλι", του Λαζό εννοώ – φτάνεις στην άλλη πλατεία των Εξαρχείων με το όνομα βαρύ σαν ιστορία, εκείνη την πλατιά και τη βαθιά των συγγραφέων, των μουσικών, των πρώτων μας τσιγάρων, των πρώτων σκιρτημάτων, του πρώτου μπάφου – για όσους το δοκίμασαν – (όπα οι συντηρητικοί, μη θυμώνετε, δείτε μόνο τι γίνεται γύρω σας), της πρώτης ψευτοκουλτουριάρικης βόλτας επειδή είχε τη φήμη του αναρχισμού και του κόντρα σε όλα. Βιβλιοπωλεία, παλαιοπωλεία, καφέ, ροκάδικα υπόγεια με νεκροκεφαλές και αλυσίδες, για τις ανάρχες νόμιζες κάποτε "το στέκι των αναρχικών" σου έλεγαν, τώρα έχεις μπερδέψει ποιος είναι ο αναρχικός, ποιος ο συντηρητικός, ποιος ο καθαρός και ποιος ο βρωμιάρης στην ψυχή και στο μυαλό. Περπατάς και παρατηρείς τους γύρω σου. Είναι ό,τι ακριβώς δεν λέμε life-style, είναι ό,τι ακριβώς θα θέλαμε να διατηρήσουμε σε αυτή την απρόσωπη Αθήνα ως αυθεντικό: η αλήθεια του ανθρώπου που δεν παριστάνει τον καμπόσο, αλλά σου λέει την αλήθεια του. Σου φαίνεται ωραιοποιημένη η εικόνα των Εξαρχείων; Θα στο θέσω κάπως διαφορετικά: στα Εξάρχεια, αν δεν το'χεις, δεν ξαναπατάς. Κι αν έχεις και μια φοβία για τη φάτσα που θα σε ακολουθήσει, αν σε ακολουθήσει, μπορείς να το διαχειριστείς, γιατί το γνωρίζεις, ίσως το περιμένεις κιόλας, είναι φανερό, δεν σου πιάνει τον κώλο, δεν σε μαγκώνει συναισθηματικά. Πιο πιθανό είναι να σου βγάλει κάποιος τζιβάτος, τρεκλίζων ή περίεργος ένα στιλέτο και να σε απειλήσει στα Εξάρχεια, παρά στο Κολωνάκι, έτσι δεν είναι; Αυτό για να σου δικαιολογήσω κάπως το knife του τίτλου… Α, και τα σκυλιά βόλτα με τους ιδιοκτήτες τους, κάτι μούργοι, αδέσποτοι που έχουν αφεντικά χωρίς υστερίες. Όσους συνάντησα, έτσι μου φανηκαν. Αλήθεια, το life style πού έχει θέση; Πάνω ή κάτω Σόλωνος; Οι του life style Εξαρχείων δεν τους παίρνει, καταθέτουν εύκολα τα όπλα. Αν δεν το'χουν, δεν το αντέχουν. Γι'αυτό και βρίσκεις πάντα χώρο για να πιείς καφέ.
Πας Κολωνάκι. Ωραία τα πάντα! Κόσμος σε όλα τα μαγαζιά, σε βαθμό που πρέπει να αναμένεις στην είσοδο. Τι μας λες, τώρα; Να αναμένω για τραπεζάκι, για έναν καπουτσίνο; Κοιτάς τους ανθρώπους ακόμα στα παπούτσια. Όχι στα μάτια, Γιώργο μου, δυστυχώς, ακόμα κάποιοι, και είναι αρκετοί, κοιτούν τον κόσμο στα παπούτσια. Όχι στα μάτια. Αυτή είναι η Ελλάδα της κρίσης; Θα παραμείνει σε κώμα για πολύ καιρό, ξανά δυστυχώς, γιατί έχει αρρωστήσει από τον θανατηφόρο ιό των αξιών, εδώ και 30 χρόνια. Μια δεκαετία νόσησε ως φορέας και για τα επόμενα είκοσι εκδηλώθηκε ο ιός με απίθανο θράσος, όπως κάνουν όλα τα θρασοκωλόπαιδα που έχεις γνωρίσει στη ζωή σου. Το life-style συντηρείται απίθανα. Ηδονικά, σχεδόν. Γουστάρεις να βλέπεις γύρω σου τα θύματα του ιού. Μπορεί κι εσύ να είσαι ανάμεσά τους. Το θύμα του νεόπλουτου τρόπου ζωής που απείχε από τον μόχθο, τη γη, τη θάλασσα και τον ήλιο. Διάβαζε Μαλβίνα, γιατί ήταν must, έβλεπε αμερικανικό κινηματογράφο γιατί έδινε προοπτική, χρέωνε κάρτες γιατί όλα ήταν απλά και πέθαινε υπογράφοντας συμβάσεις θανάτου με τον πιο ιλουστρασιόν μαρκαδόρο, σε χαρτί οικολογικό, όχι γιατί ήταν στάση ζωής, αλλά ήταν ο τρόπος σκέψης του νεοσύστατου τρόπου ζωής. Κάποτε το Κολωνάκι ανέθρεφε τη γνήσια αστική τάξη, ακόμα και σήμερα μαζεύει τη σαβούρα των life-style-ιστών. Και τα σκυλάκια; Του σαλονιού. Από αυτά που έχεις σκάσει ένα σκασμό λεφτά για να τα αποκτήσεις. Μάζεψε, πουλάκι μου, κανά αδέσποτο να κάνεις ψυχικό, να το σώσεις κι από τους ανώμαλους.
Ένας δρόμος η Σόλωνος που ενώνει δυο κόσμους, τόσο διαφορετικούς. Από το λέτσικο του ροκά που πίνει πρέζα και ζητά και κάτι ψιλά μέχρι και τον πιο σπουδαίο πνευματικό άνθρωπο στον λόφο του Στρέφη, ως τον κομψό καγιενάκια που μια ηλιόλουστη μέρα του Φλεβάρη ψάχνει απεγνωσμένα για ένα τραπέζι στα καφέ της πλατείας Κολωνακίου και την αρχόντισσα που είναι γέννημα-θρέμμα του λόφου του Λυκαβηττού. Ούτε η μια εικόνα είναι η απόλυτη αλήθεια, ούτε και η άλλη. Στο Κολωνάκι θα βρεις όμορφα στέκια, όπως και στα Εξάρχεια θα βρεις, ό,τι δεν θα βρεις σε άλλη περιοχή της Αθήνας, ίσως και της Ελλάδας. Είναι θέμα αέρα, ύφους, χρώματος, η κάθε περιοχή. Κι αυτός ο αέρας αποπνέεται χωρίς υστερίες. Αλλά, σε ρωτώ: εσύ πού είσαι; Σε ποιον από τους δυο κόσμους; Ή, για να είμαι ακριβής, πού βρίσκεις τον εαυτό σου; Στα Εξάρχεια ή στο Κολωνάκι; Στους κάτω ή στους πάνω; Στους αυθεντικούς ή σε εκείνους του life-style; Εκεί που μπορείς, αν θέλεις, να αφουγκραστείς τον μόχθο του άλλου – κι ας είναι η καταστροφή του – ή στο δήθεν που μας πότισαν για να ξεπουλήσουμε το μέσα μας; Αν το είχαμε ποτέ δικό μας, δηλαδή, αυτό το μέσα μας, καθώς δεν ξεπουλάς ποτέ το δικό σου κομμάτι. Ξεπουλάς ό,τι δεν αγάπησες, ό,τι δεν δημιούργησες, ό,τι δεν ξενύχτησες για να του δώσεις πνοή.
Στην τελική: πού είναι ο κακός ο λύκος; Πού είναι και το μαχαίρι; και πού κινδυνεύεις; Εκεί που η ομορφιά και η αισθητική έχουν τον πρώτο λόγο ή στους δρόμους που δεν θα περπατήσεις ανέμελα;
Υ.Γ.: Πολλοί δρόμοι θα μπορούσαν να μπουν σε αντιπαράθεση. Όπως η Αιόλου, από πάνω Ερμού, από κάτω Αθηνάς. Το θέμα δεν είναι πού βρίσκεσαι, αλλά αν ξέρεις γιατί βρίσκεσαι, όπου βρίσκεσαι. Είναι επιλογή ψυχής ή επιλογή μόδας; Το πρώτο μπορείς να το υποστηρίξεις, το δεύτερο σε κάνει καχεκτικό από την πείνα. Λείπει αυτό το ειδικό βάρος που έχει να κάνει με το μέσα σου, με την αλήθεια σου. Ο καθρέφτης σου και το μαχαίρι σου. Αξίζει να σπάσεις την εικόνα σου – κι ας σε κυνηγά για επτά χρόνια γρουσουζιά, από το να το στρέφεις πάνω σου, κυριολεκτικά ή μεταφορικά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News