Γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου του 1940. 53 χρόνια προσπαθούσε να ζήσει. Αυτοκτόνησε με χάπια και αλκοόλ στις 3 Οκτωβρίου του 1993.
Την είχα δει κάποτε, παραμονές Χριστουγέννων, στην κάτω όχθη της Φωκίωνος Νέγρη. Στεκόταν δίπλα σε ένα περίπτερο και κοιτούσε την άσφαλτο. Ήμουν δεν ήμουν 15. Ήθελα να της μιλήσω, να της τα πω όλα. Να εξαγνίσω τις ενοχές μου και την αλαζονεία μου. Την κοιτούσα και σκεφτόμουν ποιον στίχο της να της πω για να την εντυπωσιάσω. Η ηλίθια, λες και ήταν από τους ανθρώπους που μπορούσε να εντυπωσιάσει κανείς.
Και ξαφνικά ανάσανε βαθιά, κοίταξε πέρα από τα πάντα και ξεκίνησε να περπατά.
Στην Πατησίων.
Το βράδυ του περασμένου Σαββάτου, εκείνου του Σαββάτου, έτυχε και ξανάβλεπα την «Παραγγελιά».
Η φωνή της στην αρχή της ταινίας με υπνώτιζε «…και να αφήσεις ήσυχα στα μούτρα τις μπογιές τις μύξες και τα κλάματα να τρέξουν, μονάχα να κοιτάζεις ήρεμα τα νύχια, τα μαλλιά μου και τα χρόνια μου που είναι βρώμικα». Και σκεφτόμουν ότι η Κατερίνα Γώγου δεν έψαχνε να ξεφύγει, έψαχνε να μείνει. Κι ίσως γι’ αυτό τα ποιήματά της σπαρταράνε τόσο, επειδή είναι απελπιστικά ανθρώπινα. Και εφιαλτικά επίκαιρα.
Η μοναξιά,
δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών «καλών» καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοιδίσο βλέμμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι – Αγ. Βαρβάρα – Κοκκινιά
Τούμπα – Σταυρούπολη – Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ’ αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γης – εδώ κοντά είναι η Κοτζιά
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα Εθνική οδός-Κέντρον
στα γαντζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά,
η μοναξιά μας λέω.
Για τη δική μας λέω, είναι τσεκούρι στα χέρια μας που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News