Τι πατούσα, τι μιλούσα, τι έλιωνα, τι έσταζα, τι έβλεπα, τι έπινα, τι τραγουδούσα, τι ρόδι έσπαζα, τι μέλι ρουφούσα.
Όλους αυτούς τους δρόμους τους περπάτησα χιλιάδες φορές, δεν μπορείς να φανταστείς, να σκεφτείς, πόσες φορές. Με την ομπρέλα, το αδιάβροχο, το φανελάκι.
Πάνω τους, με τη σκόνη, τον ήλιο, τη βροχή, τη λασπουριά, τις στροφές, τις ανοιχτωσιές, τις ανηφοριές, τις κατηφοριές, τις λακκούβες, τα πετάγματα, τα ξεπετάγματα.
Πάνω τους, σε πέτρα ασφαλή, Λαγκαδινή, σχεδίασα, προγραμμάτισα, έχτισα, γκρέμισα, ύψωσα.
Φορτωμένος, σκεφτικός, σταθερός, άκαμπτος, ακλόνητος, γελαστός, δακρυσμένος, απελπισμένος, αποφασιστικός, πάντα προς τα μέσα, η τύχη μου.
Το νύχι μου.
Σχέδια μάχες, στρατηγικές, νίκες, ήττες, αυτές.
Κυρίως αυτές, σοφές, τρυφερές, με το μπουκαλάκι το νερό, με το φτερό το τσακισμένο.
Καλάμι.
Καλαμιά. Καλαμιές. Φτερούγες. Ξέρω εγώ, ξέρω εγώ να φτιάχνω, να δένω, να συναρμολογώ, να ταιριάζω. Να πετώ. Με το κερί.
Κερήθρα.
Έτσι, λοιπόν. Με τις παγίδες, με το δίχτυ, με το σύρμα, με τις ξόβεργες. Πιασμένος, ήσυχος, με τον κανόνα, τον κανόνα μου.
Σιγά-σιγά, σιωπή. Υπομονή, σταγόνα, σταγόνα. Θα γεμίσει. Θα ξεχειλίσει, θα τραγουδήσει.
Υπάρχει κάτι καινούργιο, κάτι νέο, κάτι τρυφερό. Κάτι.
Το δαγκώνεις, το μασάς και στάζει σάλιο πράσινο. Είναι δίπλα, μέσα, κοντά, ακούς το βόμβο.
Πού το ξέχασες, πού είναι, κουδουνίζει, αναβλύζει, θα το βρω, δεν γίνεται, θα χτυπήσω το κεφάλι μου στον βράχο, θα σκάψω, θα το βρω.
Αυτό θέλω, αυτό που βγάζει η ζωή τώρα, αυτό που φυτρώνει, αυτό που κρύβει.
Δεν θέλω τίποτα απ’ τα παλιά.
Να πάτε να πείτε σ’ αυτούς που μεταποιούν, που κονταίνουν, που μακραίνουν, που κόβουν, ράβουν, στο τραπέζι του Προκρούστη, να πάτε να τους πείτε, να πνιγούν στη μαύρη θάλασσα. Δεν μπορώ τη φτώχεια, την γκρίνια, τη μιζέρια, τις άδειες τσέπες.
Υπάρχει ένας μεγάλος, καινούριος, ασφαλτωμένος, αστραφτερός, διάπλατος δρόμος. Διακόσια. Διακόσια πενήντα.
Δυο χιλιάδες δέκα τρία, το λεπτό.
Στο φτερό. Στην καταιγίδα.
Εκεί μεθώ, εκεί σε είδα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News