Το θυμάμαι σαν χθες, ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα επί σκηνής. Ήταν Νοέμβριος του 2009. Παρά το σούσουρο που ακουγόταν για την κατάσταση της υγείας του, εκείνος είχε αποφασίσει να τραγουδήσει με την Πέγκυ Ζήνα στην Ιερά Οδό. Το μαγαζί κατάμεστο, ο κόσμος κρεμόταν σαν ώριμο τσαμπί από τον δεύτερο όροφο, δεν μπορούσες ούτε την καρέκλα σου να κουνήσεις. Η ατμόσφαιρα που επικρατούσε ήταν περίεργη. Ανάμεσα στον ενθουσιασμό του κοινού διέκρινες μια πρώιμη νοσταλγία – λες και κάποιοι φοβόντουσαν ότι δεν θα τον ξαναδούν. Αυτός ήταν ο λόγος που είχα πάει κι εγώ. Ένας παιδικός μου φίλος, που είχε κάνει το «Άκου» προσευχή για να παίρνει καθημερινά δύναμη, μου είχε πει πως «αν δεν έχεις δει τον Μητροπάνο να τραγουδάει τα κομμάτια του, δεν πρόκειται να τα καταλάβεις ποτέ. Είναι σαν να απαγγέλει ποίηση με τσαμπουκά, οι στίχοι ζωντανεύουν με τρόπο μαγικό». Δίκιο είχε.
Φορούσε το αγαπημένο του μαύρο κοστούμι, με γραβάτα και γκρι πουκάμισο. Στεκόταν σοβαρός, αγέρωχος στο κέντρο, καρφωμένη πινέζα. Οι σόλες του σπάνια έστριβαν. Δεν ήταν από αυτούς που έκανε τσαλίμια στα μπροστινά τραπέζια για να παίρνει λουλούδια – δεν το είχε ανάγκη. Μέσα σε δέκα λέπτα, από την ώρα που εμφανίστηκε, τα πανέρια είχαν μετατρέψει την πίστα σε ανοιξιάτικο κήπο. Παρά την ακινησία του, είχες την εντύπωση ότι σε κοιτάει κατάματα. Σε καθήλωνε η παρουσία του, ούτε ποτό δεν ήθελες να βάλεις για να μη χάσεις κανένα δευτερόλεπτο. Θυμάμαι έντονα το κομποσκοίνι στο δεξί του χέρι. Έμοιαζε με καλώδιο που τυλίγεται πάνω του, σα νοητή συνέχεια του μικροφώνου. Αυτό το μικρόφωνο είχε εκατοντάδες αόρατες συνδέσεις, έφτανε μέχρι την καρδιά του καθενός. Η καρδιά παλλόταν πιο γρήγορα, οι σφυγμοί αυξάνονταν και, για να χωρέσουν στο σώμα, γινόντουσαν αυθόρμητα τραγούδι στο στόμα μας. Γύρω μου, δεν υπήρχε κάποιος που δεν συμμετείχε σε αυτή τη σπιτική γιορτή.
Ύστερα από περίπου μισή ώρα, φτάνει η στιγμή για τη «Ρόζα». Ακολουθεί παραλήρημα. Ο κόσμος, συντονισμένα, χτυπάει παλαμάκια. Ένας-ένας σηκώνονται όρθιοι. Κάποιοι ανεβαίνουν πάνω στις καρέκλες και τα τραπέζια. Τα λουλούδια πέφτουν βροχή από το δεύτερο. Ορισμένοι δακρύζουν κι άλλοι σπεύδουν να βρουν το κινητό τους. Ο Μητροπάνος αφήνει το μικρόφωνο, βγάζει το σακάκι κι αρχίζει να χορεύει ζεϊμπέκικο. Το κοινό, εκστασιασμένο, τραγουδάει. Ο χορός δεν έχει τελειωμό. Μου είχε φανεί το πιο όμορφο κι αντρίκιο ζεϊμπέκικο που είχα δει. Λιτό, σε λίγα τετραγωνικά, χωρίς φιοριτούρες. Κάθε κίνηση είχε το δικό της ξεχωριστό νόημα. Σαν τους στίχους στα τραγούδια του, που από κείνη τη νύχτα παιδεύομαι ακόμη περισσότερο για να τα καταλάβω. Θαρρείς ότι κρύβουν μια συμπαντική αλήθεια, μια αλήθεια που κυκλοφορεί ελεύθερη και νιώθεις την ανάγκη να την αναζητήσεις. Σε ποτίζει αυτή η ανάγκη, το συνειδητοποιείς μόλις περνάς τις στροφές στο κάστρο του Πλαταμώνα. Κι ας ζεις την ψευδαίσθηση ότι η φαρέτρα σου είναι γεμάτη.
Δυστυχώς, τα βήματα εκείνου του χορού τελείωσαν οριστικά πέρσι. Σαν σήμερα, που λένε. Πόση μεγάλη αυτή η διαφορά του σήμερα και του χθες, καταπίνει το «αύριο» και μας αφήνει μετέωρους. Τι κι αν πέθανε, τον ακούω συχνά στις μελαγχολικές κι αμήχανες σιωπές της Θεσσαλονίκης και θυμάμαι τον παιδικό μου φίλο να τραγουδάει… «Μπορεί η νύχτα να 'ναι απέξω από την καρδιά μου, να με γυρεύει, να φωνάζει το όνομά μου, όμως εγώ θα τα τελειώσω τα όνειρά μου».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News